«Η εκδήλωση του καπιταλισμού στη ζωή μας είναι η θλίψη»

Συνομιλία με την Katharina Bendixen, με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία της πρώτης συλλογής διηγημάτων της με τίτλο Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη από τις εκδόσεις Σκαρίφημα.

© Gert Mothes


Αλέξανδρος Κυπριώτης:
Καταρίνα, γεννήθηκες το 1981 στη Λειψία, σωστά;

Καταρίνα Μπέντιξεν: Ναι, σε μια πόλη που το κύριο χαρακτηριστικό της τότε ήταν οι βιομηχανίες. Και η άσχημη ατμόσφαιρα, τα πάντα ήταν γκρίζα. Αυτά όμως τα έχω μάθει από φωτογραφίες μόνο, για τα παιδιά δεν παίζουν και μεγάλο ρόλο κάτι τέτοια. Άλλωστε τρία χρόνια, από το 1984 μέχρι το 1987, έζησα με τους γονείς μου και τη μεγαλύτερη αδελφή μου στη νοτιοανατολική Ασία, στο Λάος. Εκεί δίδασκαν οι γονείς μου γερμανικά στο πανεπιστήμιο, ώστε να μπορούν να έρθουν στη συνέχεια στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας οι φοιτητές και οι φοιτήτριες από το Λάος και να ολοκληρώσουν την επαγγελματική τους εκπαίδευση, ήταν αυτό που λέγαμε σοσιαλιστική βοήθεια μεταξύ αδελφών κρατών. Η αδελφή μου κι εγώ πηγαίναμε στο γερμανικό σχολείο, αλλά ούτε από εκεί έχω πολλές αναμνήσεις.

 

 

Α.Κ.: Πώς ήταν που στα 9 σου άλλαξες χώρα;

Κ.Μπ.: Θυμάμαι κάποιες απώλειες, για παράδειγμα που ξαφνικά δεν υπήρχαν πια οι Νέοι Πρωτοπόροι αλλά και που πήγαμε για πρώτη φορά στη Δύση και αγοράσαμε Lego. Από εκείνη την εποχή όμως έχω κυρίως ένα συναίσθημα, που δεν ξέρω αν μου δημιουργήθηκε εκ των υστέρων, το συναίσθημα μιας μεγάλης ανασφάλειας. Οι γονείς μου εργάζονταν στο πανεπιστήμιο ως καθηγητές ρωσικών και το μάθημα αυτό δεν είχε φυσικά ζήτηση πλέον. Πρέπει να φοβούνταν πολύ μήπως απολυθούν, αν και δεν άφηναν να καταλάβουμε κάτι εμείς που ήμασταν παιδιά. Και η μητέρα μου πράγματι απολύθηκε μετά και για την υπόλοιπη εργασιακή ζωή της έκανε ένα επάγγελμα που δεν το είχε επιλέξει ελεύθερα στην πραγματικότητα. Τώρα είμαι στην ηλικία που ήταν τότε εκείνοι κι έχω κι εγώ δυο παιδιά. Όταν φαντάζομαι ότι ξαφνικά μπορεί να ακυρωθεί ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου, ότι ξαφνικά δεν μετράει πια ό,τι έχω κάνει μέχρι τώρα… πρέπει να ήταν πολύ βαρύ αυτό για τους γονείς μου. Αλλά, όπως είπα, δεν ξέρω πόσα απ’ αυτά είναι όντως αναμνήσεις και πόσα εμπειρίες που συμπλήρωσα μετά μόνη μου.

Α.Κ.: Και πώς είναι σήμερα, 30 χρόνια μετά, να έχεις γεννηθεί σε μια χώρα που δεν υπάρχει πια;

Κ.Μπ.: Χαίρομαι που στην αποκαλούμενη «Αλλαγή» ήμουν ακόμα πολύ μικρή και δεν αναγκάστηκα ποτέ να αποφασίσω τι στάση να κρατήσω απέναντι σ’ εκείνο το σύστημα. Φυσικά ελπίζω ότι και εκείνο το σύστημα θα το έβλεπα κριτικά, το ίδιο κριτικά που βλέπω και το τωρινό μας σύστημα.

Α.Κ.: Τι σε ενοχλεί σήμερα στην επανενωμένη Γερμανία;

Κ.Μπ.: Είναι δύσκολο να το εξηγήσω αυτό με λίγα λόγια. Ίσως όμως μπορώ να αναφέρω ένα σχετικό ανέκδοτο. Το 2016 ήμουν υπότροφη ως συγγραφέας στην Πρίστινα και εκεί μου έκανε εντύπωση κάτι εκπληκτικό: Όταν στο σούπερ μάρκετ η ουρά γινόταν πολύ μεγάλη και άνοιγε ένα επιπλέον ταμείο, οι πελάτες πήγαιναν και στέκονταν στο νέο ταμείο ακριβώς με τη σειρά που είχαν στο προηγούμενο. Αντάλλασσαν βλέμματα, περίμεναν. Ένας αλβανόφωνος από το Κόσοβο μου εξήγησε ότι αυτή η αλληλέγγυα συμπεριφορά οφείλεται στην κοινωνικοποίηση στα χρόνια του σοσιαλισμού. Μπορεί και να ισχύει όντως αυτό, αλλά στην πρώην ΛΔΓ πρέπει να ήταν διαφορετική η κοινωνικοποίηση, γιατί και εκεί οι πελάτες ορμούν, μόλις ανοίξει ένα άλλο ταμείο, χωρίς καμία συναίσθηση, λες και πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου. Θα ήθελα ο κόσμος να συμπεριφέρεται όπως στην Πρίστινα, τόσο σε μικρή όσο και σε μεγάλη κλίμακα.

Α.Κ.: Νομίζω ότι κατάλαβα πολύ καλά τι εννοείς, το έδειξες πολύ καθαρά με αυτή την εικόνα από την καθημερινή ζωή σ’ ένα σούπερ μάρκετ. Και το βιβλίο σου είναι γεμάτο με καθημερινές εικόνες, εικόνες μιας καθημερινής ζωής που είναι παράλογη ή έχει πάει κάπως στραβά. Από την πρώτη στιγμή που διάβασα ένα διήγημά σου, στο Λογοτεχνικό Συμπόσιο στο Βερολίνο, θυμήθηκα το τσεκούρι του Κάφκα για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας. Έχεις εσύ ποτέ αυτή την αίσθηση, ότι τα γραπτά σου λειτουργούν ως τσεκούρι;

Κ.Μπ.: Χαίρομαι που το λες αυτό. Στα πρώτα μου γραπτά, δηλαδή στα κείμενα της συλλογής Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι, ήθελα πράγματι να γράφω όντως ριζοσπαστικά, τόσο νοηματικά όσο και γλωσσικά. Πιθανότατα αυτή είναι η επιθυμία όποιου αρχίζει να γράφει, τουλάχιστον εγώ τη συναντώ περισσότερο σε συγγραφείς που είναι ακόμα στην αρχή: αυτή την επιτακτική επιθυμία να κάνουν κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι όλοι οι άλλοι πριν. Τώρα πια η ριζοσπαστικότητα δεν παίζει και τόσο μεγάλο ρόλο, τώρα πια σκέφτομαι περισσότερο τους αναγνώστες. Και αισθάνομαι και μεγαλύτερη υποχρέωση απέναντι στους ήρωές μου, τους προφυλάσσω περισσότερο και τους εκθέτω λιγότερο. Αλλά όπως πάντα προσπαθώ, προπάντων με φανταστικά και σουρεαλιστικά στοιχεία, να διευρύνω τα όρια του αντιληπτού και να κάνω τους αναγνώστες να νιώθουν μια κάποια αβεβαιότητα: Ποιος είναι αυτός που μου λέει αυτή την ιστορία; Μπορώ να τον εμπιστευτώ;

Α.Κ.: Αυτό που ήταν εκπληκτικό κατά την ανάγνωση και αργότερα, ή μάλλον ιδιαίτερα, κατά τη μετάφραση του βιβλίου σου ήταν η διαφορετικότητα των αφηγηματικών φωνών. Χρειαζόμουν πάντα ένα διάλειμμα, για να πάω από τη μια φωνή στην άλλη. Το βιβλίο το μετέφρασα στο Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Μεταφραστών στο Στράλεν, εκεί μπορώ πάντα να δουλεύεω πολύ καλά, πολύ εντατικά, και τα διαλείμματα τα γέμιζα, τρόπος του λέγειν, με εντελώς διαφορετικές φωνές. Δηλαδή, το πρωί μετέφραζα ένα διήγημα δικό σου, το απόγευμα ένα μικρό κείμενο από τα Γεγονότα του Τόμας Μπέρνχαρντ, τα οποία ήταν επίσης πολύ σκοτεινά, και τα βράδια σε συνεργασία με τον Ιρανό ποιητή Μοχαμμάντ Χεμματί μετέφραζα ένα δικό του ποίημα, τα οποία ήταν επίσης μελαγχολικά, κοινωνικοκριτικά και πολιτικά. Κάθε διήγημά σου ήταν τόσο δυνατό, που σκεφτόμουν ότι δεν μπορούσα να βουτήξω για μεγάλο χρονικό διάστημα στον κόσμο σου, ένιωθα την ανάγκη να βγαίνω πάλι στην επιφάνεια, να παίρνω μια βαθιά ανάσα και να βουτάω πάλι. Πώς ήταν στη δική σου περίπτωση; Θυμάσαι ακόμα πόσο καιρό σού πήρε να γράψεις αυτή τη συλλογή; Και πώς χειρίστηκες τη διαφορετικότητα των φωνών;

Κ.Μπ.: Την πρώτη συλλογή διηγημάτων την έγραψα κατά τη διάρκεια κάποιων χρόνων, είναι, ας πούμε, μάλλον η πεμπτουσία σαράντα πενήντα διηγημάτων και έτσι εξηγείται μάλλον και η έντασή τους: Από κοινού με τον εκδοτικό οίκο επιλέξαμε τα πιο δυνατά διηγήματα και κατά τη διάρκεια μιας μακρόχρονης και πολύ βοηθητικής επιμέλειας οι φωνές άλλαξαν πάλι, έγιναν πιο πειστικές. Επειδή πολλές φορές αναρωτιόμουν για την κάθε λέξη, την εξέταζα, την άλλαζα, απόκτησα μια έντονη απόσταση από τα κείμενα. Αυτή όμως τη βουτιά, που ανέφερες, τη νιώθω καμιά φορά ακόμα όταν τα διαβάζω. Τότε παρατηρώ πώς δημιουργείται αυτή η δίνη, σε κάποια κείμενα περισσότερο, σε κάποια άλλα λιγότερο. Χαίρομαι φυσικά αν λειτουργούν έτσι τα κείμενα αυτά και σκέφτομαι ότι αυτό με απασχολεί και στο γράψιμο: αυτή η πολύ υποκειμενική οπτική, συχνά στα όρια της παράνοιας, κατά την οποία φυσικά πάντα τίθεται το ερώτημα ποιος δεν πάει καλά, τα πρόσωπα που αφηγούνται ή οι καταστάσεις, οι δομές, η κοινωνία. Ένας στίχος του συγκροτήματος Ja, Panik το λέει πολύ καλά αυτό: Δεν είσαι εσύ σε κρίση, αλλά το καλούπι που σου επιβάλλουν.* Αυτή τη φράση την έχω κρεμασμένη πάνω απ’ το γραφείο μου.

Α.Κ.: Θυμάσαι πότε σκέφτηκες για πρώτη φορά ότι ήθελες να γράψεις κάτι δικό σου; Και τι ήταν;

Κ.Μπ.: Έγραφα πολύ και όταν ήμουν παιδί, μέχρι την εφηβεία μου, ό,τι γράφουμε σ’ αυτές τις ηλικίες: πρώτα ιστορίες με ζώα, αργότερα ερωτικά ποιήματα. Κάποια στιγμή σταμάτησα, συνέχισα μόνο να διαβάζω πολύ. Και να ζω φυσικά, τα τελευταία χρόνια του σχολείου και τις σπουδές μου. Σοβαρά όντως το είδα όταν είχα πια τελειώσει τις σπουδές μου, γύρω στα είκοσι πέντε. Ένα από τα πρώτα κείμενα ήταν στην πραγματικότητα το «Μόνο Ιταλία, μόνο ένας δρόμος», το διήγημα που κλείνει Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι. Δεν μπορώ να πω καθόλου τι με έκανε να επιστρέψω στο γράψιμο, μάλλον μια εσωτερική παρόρμηση, που τη νιώθω ακόμα. Όταν δεν γράφω για κάποιο διάστημα, έρχονται αυτόματα στο μυαλό μου οι ιστορίες και μου φαίνεται ότι θα ήταν λάθος να μην καθίσω να τις γράψω.

Α.Κ.: Θα μπορούσες να μου αναφέρεις κάποιους συγγραφείς, των οποίων τα έργα έπαιξαν σημαντικό ρόλο για σένα, οι οποίοι επηρέασαν, ας πούμε, το λογοτεχνικό αισθητήριό σου;

Κ.Μπ.: Έχουν γίνει πολλοί πια! Την εποχή του Δέντρου με τα μπουκάλια του ουίσκι διάβαζα όντως πολύ Κάφκα αλλά και Λατινοαμερικανούς συγγραφείς, που έχουν κατά κάποιο τρόπο άμεση σχέση με τον Κάφκα: Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Χούλιο Κορτάσαρ… Τελευταία με έχουν εντυπωσιάσει πολύ τα έργα της Κρίστα Βολφ και της Μπριγκίτε Ράιμανν, και πολύ πρόσφατα ανακάλυψα τη Ρέιτσελ Κασκ, μια Βρετανίδα συγγραφέα, που γράφει μένοντας πολύ κοντά στην καθημερινότητα, αλλά από άποψη μορφής πολύ εκπληκτικά, και με πολύ χιούμορ, και που στα γραπτά της παίζει και η μητρότητα μεγάλο ρόλο, ένα θέμα που με απασχολεί κι εμένα.

Α.Κ.: Και σε διάφορα διηγήματα του Δέντρου με τα μπουκάλια του ουίσκι παίζει μεγάλο ρόλο η μητρότητα και μάλιστα σε διαφορετικές φάσεις: από μια πολύ νέα μητέρα ενός βρέφους ή τη μητέρα ενήλικων παιδιών μέχρι μια πολύ ηλικιωμένη μητέρα. Μήπως θα ήθελες να πεις κάτι παραπάνω γι’ αυτό;

Κ.Μπ.: Όταν εκδόθηκε Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι δεν είχα γίνει ακόμα μητέρα και τότε η οικογένεια με απασχολούσε περισσότερο από τη σκοπιά των παιδιών: πώς βιώνουν τα παιδιά τους γονείς, πώς βιώνουν την οικογενειακή ζωή; Τι αλλάζει όταν αρχίζουν αυτά τη δική τους ζωή; Εν τω μεταξύ είμαι μητέρα δύο παιδιών και τώρα πια ξεκινώ στα διηγήματά μου συχνότερα από την οπτική των γονιών, γράφω περισσότερο για τις επιθυμίες και τις ανάγκες των γονιών ή και για τις αποτυχίες τους.

Α.Κ.: Και αυτό όμως το βρίσκουμε και στο Δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι, θυμάμαι τώρα τα διηγήματα «Προς το παρόν δεν θέλω σκοτούρες» και «Το πράγμα με το χαλί». Και τι αποτυχίες μάλιστα!

Κ.Μπ.: Ναι, «Το πράγμα με το χαλί» το εμπνεύστηκα από μια φίλη μ’ ένα μωρό που έκλαιγε πάρα πολύ. Αυτό είναι το πρώτο αίσθημα αποτυχίας, όταν γίνεσαι γονιός. Εν τω μεταξύ όμως με ενδιαφέρει στην πραγματικότητα περισσότερο τι συμβαίνει μετά, όταν τα παιδιά μεγαλώνουν και θέλεις να τα διαπαιδαγωγήσεις κάπως, αν γίνεται κάτι τέτοιο: να διαπαιδαγωγήσεις τα παιδιά. Ας πούμε, λοιπόν, καλύτερα: να τα συνοδέψεις. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνοδείας φτάνεις πάντα στα όριά σου, που έχουν να κάνουν κατά πολύ με το τι βίωσες εσύ όταν ήσουν παιδί, στη δική σου οικογένεια. Αυτόν τον κύκλο τον βιώνουν κατά πάσα πιθανότητα όλοι και είναι δύσκολο να τον διακρίνεις και όντως να τον σπάσεις. Γι’ αυτά μπορείς να μιλήσεις πολύ ωραία και αυτό κάνουν και πολλά, πολλά μυθιστορήματα και διηγήματα. Αυτό που με ενδιαφέρει πολύ αυτή την εποχή είναι οι κοινωνικές αφηγήσεις για την οικογένεια. Ποιοι ρόλοι προβλέπονται για τη μητέρα και για τον πατέρα, πώς είναι δυνατόν ν’ απελευθερωθείς απ’ αυτούς; Τι σημαίνει να μη ζεις σε μια ετεροκανονική πυρηνική οικογένεια; Ποιες εικόνες για την οικογένεια αναπαράγονται στα παιδικά βιβλία;

Α.Κ.: Πολύ ενδιαφέρον είναι αυτό!

Κ.Μπ.: Ή και ποιες εικόνες κατανάλωσης, σε πολλά παιδικά βιβλία διαρκώς αγοράζουν καινούργια πράγματα, παιχνίδια, έπιπλα, ολόκληρες μονοκατοικίες, με τρελαίνει αυτό. Τέτοια πράγματα προσπαθώ αυτή την εποχή να τα κάνω να καρποφορήσουν αφηγηματικά, χωρίς να γίνουν πολύ δοκιμιακά. Πέρα απ’ αυτό ασχολούμαι και με τις δομές στις οποίες συντελείται η συγγραφή και η ιδιότητα του να έχεις παιδιά: Με κάποιες και κάποιους συναδέλφους έχουμε το μπλογκ Other Writers Need to Concentrate (www.other-writers.de), στο οποίο ασχολούμαστε πολύ συγκεκριμένα με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ συγγραφικής και γονεϊκής ιδιότητας και ρίχνουμε και μια ματιά στις εικαστικές τέχνες μέσω της γονεϊκότητας.

Α.Κ.: Α, θα το δω, ακούγεται ενδιαφέρουσα αυτή η κολεκτίβα συγγραφέων. Σε ευχαριστώ πολύ, Καταρίνα, γι’ αυτή τη συζήτηση και ελπίζω να συμβάλει στο να σε γνωρίσει καλύτερα το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.

Κ.Μπ.: Εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ για την εντατική ενασχόλησή σου με τα κείμενά μου! Χαίρομαι που το ελληνικό αναγνωστικό κοινό μπορεί τώρα να διαβάσει τα κείμενά μου και θέλω πολύ να μάθω πώς θα τα δεχτεί!

 

Διαβάστε επίσης: Καταρίνα Μπέντιξεν – μια ανακάλυψη

 

* Στίχος από το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου των Ja, Panik «DMD KIU LIDT», αρκτικόλεξο της φράσης «Die Manifestation des Kapitalismus in unserem Leben ist die Traurigkeit», που σημαίνει «Η εκδήλωση του καπιταλισμού στη ζωή μας είναι η θλίψη».

Leave A Comment