Τον Ιούνιο του 2018 είχα την τύχη να είμαι υπότροφος στο Λογοτεχνικό Συμπόσιο του Βερολίνου (LCB) για τη μετάφραση του μυθιστορήματος Περαστικοί της Τζέννυ Έρπενμπεκ. Έπειτα από κάθε υποτροφία εργασίας ζητείται από τον υπότροφο να γράψει ένα κείμενο, στο οποίο αναφέρει τι έκανε και πώς εκμεταλλεύτηκε τον χρόνο της υποτροφίας του. Τότε είχα γράψει ένα κείμενο με τον τίτλο Ένα πτυχωτό πρόστεγο, ένα νεκροταφείο, μία ανακάλυψη κ.ά. Η ανακάλυψη ήταν η Καταρίνα Μπέντιξεν.
Η διαμονή μου στο LCB είχε συμπέσει με τη διαμονή της Καταρίνα Μπέντιξεν, η οποία ήταν εκεί ως υπότροφη συγγραφέας. Δεν τη γνώριζα τότε, δεν την είχα διαβάσει, αλλά κάτι στην όψη της, μια σύντομη κουβέντα που είχαμε σε έναν πρωινό καφέ, η αναφορά στην Ιστορία του γερασμένου παιδιού και στα Σκύβαλα της Έρπενμπεκ, κάποια αναφορά στην Ινγκεμποργκ Μπάχμαν αλλά και η καταγωγή της ίδιας από τη Λειψία με έκαναν να τη ρωτήσω αν μπορώ να διαβάσω κάτι δικό της.
Είπε ότι μπορούσε να μου στείλει με μέηλ κάτι από τη συλλογή διηγημάτων που ετοίμαζε εκείνον τον καιρό, είπαμε να ανταλλάξουμε μέηλ, το δικό της ήταν πιο εύκολο, οπότε της έστειλα ένα κενό μήνυμα, για να έχει το δικό μου. Και περίμενα. Νωρίς το ίδιο βράδυ μού έστειλε δύο διηγήματα. Λίγο μετά τα διάβασα και μου άρεσαν πολύ. Της έστειλα ένα μήνυμα ευχαριστώντας τη και λέγοντας ότι τα διάβασα και μου άρεσαν, χωρίς ωστόσο να της αποκαλύψω τον ενθουσιασμό μου.
Την επόμενη ημέρα τη συνάντησα τυχαία κάποια στιγμή το μεσημέρι στη βεράντα και τη ρώτησα αν μπορούσα να διαβάσω κάτι ακόμα. Με παρέπεμψε στη σελίδα του εκδοτικού οίκου της, του poetenladen, όπου μπορούσα να βρω ένα διήγημα από το πρώτο της βιβλίο.
Το βράδυ, κάνοντας ένα διάλειμμα από τη μετάφραση των Περαστικών, είπα να αναζητήσω τη σελίδα του εκδοτικού οίκου της. Βρήκα τον τίτλο του πρώτου της βιβλίου, Der Whiskyflaschenbaum, το ουισκομπουκαλόδεντρο, σκέφτηκα, και για άλλη μια φορά ζήλεψα τη δυνατότητα της γερμανικής γλώσσας, να μπορείς να φτιάχνεις όποια σύνθετη λέξη θέλεις, χωρίς να ξενίζει κανέναν ο σχηματισμός της αυτός καθεαυτόν. Το νόημα είναι βέβαια κάθε φορά άλλο κεφάλαιο. Στη σελίδα του βιβλίου βρήκα το πρώτο διήγημα της συλλογής διηγημάτων με τον παράξενο τίτλο, «Der Grashalm» / «Το χορταράκι», και άρχισα να το διαβάζω:
Als mein Bruder fünf Jahre alt war, wurde er von einem Traktor überfahren, und obwohl mein Vater den Traktor lenkte, war nicht nur er schuld am Tod meines Bruders, sondern wir trugen die Schuld zu dritt.
Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα ακόμα ότι αυτή την πρώτη περίοδο των πέντε προτάσεων, που με έπιασε απ’ τον λαιμό εκείνο το βράδυ, θα την έγραφα στα ελληνικά την επόμενη άνοιξη:
Όταν ο αδελφός μου ήτανε πέντε χρονών, τον πάτησε ένα τρακτέρ, και ενώ το τρακτέρ το οδηγούσε ο πατέρας μου, δεν έφταιγε μόνο εκείνος για τον θάνατο του αδελφού μου, αλλά το φταίξιμο το είχαμε τρία άτομα.
Ωστόσο, μετά την ανάγνωση ολόκληρου του διηγήματος, άρχισε ήδη να παίζει από εκείνο το βράδυ στο μυαλό μου η ιδέα να μεταφράσω τα διηγήματά της. Η γραφή της με είχε ενθουσιάσει. Προτάσεις κοφτερές σαν λεπίδια, υπέροχες επαναλήψεις σαν προσευχές απελπισμένων, λεπτομέρειες στη συμπεριφορά των ηρώων της εξαιρετικά δουλεμένες, ολόκληρες σελίδες αποσιωποιημένες, άγραφες από τη μια πρόταση στην άλλη και μια αποστασιοποιημένη αφήγηση που σε καθήλωνε.
Το διάλειμμα από τη μετάφραση των Περαστικών έγινε μακράς διαρκείας. Ξαναδιάβασα το διήγημα. Το δωμάτιο στο LCB δεν με χωρούσε πια. Ήθελα να βγω έξω στον κήπο, να κατέβω στη λίμνη και να καπνίσω. Κατεβαίνοντας είπα να περάσω και από την κουζίνα να πάρω μια μπίρα. Κι εκεί, μόλις μπαίνω, βλέπω μπροστά μου την Καταρίνα. Ξαφνιάστηκα, την κοίταξα, ξεφύσηξα, λες κι ήθελα να διώξω ένα τεράστιο βάρος από πάνω μου, και άκουσα τη φωνή μου να λέει: «Τι θα κάνουμε με τα διηγήματά σου; Νομίζω ότι πρέπει να σε μεταφράσω!» Την είδα να σαστίζει, και με το δίκιο της, προφανώς, γιατί δεν ήταν και τόσο ορθόδοξη η προσέγγισή μου. Δεν είπαμε πολλά σ’ εκείνη την τυχαία συνάντηση και όταν γύρισα στο δωμάτιό μου της έστειλα ένα μήνυμα για τον εκδότη της, ζητώντας να στείλει τα βιβλία της στις εκδόσεις Σκαρίφημα. Δύο ημέρες αργότερα η Καταρίνα Μπέντιξεν έφυγε εσπευσμένα για το σπίτι της στη Λειψία, γιατί είχε αρρωστήσει το παιδί της, τότε ήταν ήδη σε προχωρημένη εγγυμοσύνη στο δεύτερο.
Η μετάφραση αυτού του πρώτου βιβλίου της και οι διορθώσεις έγιναν στο Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Μεταφραστών (EÜK) άνοιξη – καλοκαίρι του 2019, μια πολύ αγαπημένη περίοδο, όχι μόνο γιατί εκ των πραγμάτων ήταν η τελευταία ξένοιαστη διαμονή μου στο ΕΣΜ, αφού η επόμενη τον Φεβρουάριο – Μάρτιο του 2020 συνέπεσε με το ξέσπασμα της πανδημίας, αλλά και γιατί δημιουργικά ήταν μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και παραγωγική περίοδος, αφού δούλευα συγχρόνως τρία έργα: Από το πρωί μέχρι το μεσημέρι ένα διήγημα της Μπέντιξεν, το απόγευμα ένα από τα Γεγονότα του Μπέρνχαρντ και το βράδυ μαζί με τον Μοχαμμάντ Χεμματί κάποιο από τα ποιήματά του.
Το βιβλίο της Μπέντιξεν έμελλε να εκδοθεί τελευταίο από τα τρία που δουλεύονταν παράλληλα. Αν με ρωτούσε κανείς πριν από εκείνη την περίοδο του ’19, αν μπορώ να μεταφράζω συγχρόνως διαφορετικά έργα, σίγουρα θα απαντούσα όχι. Η αλήθεια όμως είναι ότι, όταν πρόκειται για τόσο ιδιαίτερες και ξεχωριστές φωνές, γίνεται. Και μάλιστα ίσως είναι και απαραίτητη αυτή η εναλλαγή, αυτό το ταξίδι από το ένα έργο στο άλλο, για να σε προφυλλάσσει από την ολοκληρωτική καταβύθιση στον κόσμο του δημιουργού. Η Μπέντιξεν, ο Μπέρνχαρντ και ο Χεμματί ήταν τρεις ιδιαίτεροι, ξεχωριστοί κόσμοι, που ήταν επικίνδυνα γοητετικοί, ο καθένας με τον δικό του τρόπο.
Η Καταρίνα Μπέντιξεν, γεννημένη στη Λειψία της Ανατολικής Γερμανίας το 1981, εκδίδει την πρώτη συλλογή διηγημάτων της στα είκοσι οκτώ της χρόνια. Σε αυτό το λογοτεχνικό ντεμπούτο της δίνει τον ευφάνταστο τίτλο Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι, από το ομώνυμο διήγημά της που είχε βραβευθεί δύο χρόνια πριν, και επιλέγει να μιλήσει για την τρομακτικά τακτοποιημένη ζωή ανθρώπων, που θα στοιχειώσουν τις ιστορίες της.
Άνθρωποι παγιδευμένοι στα γρανάζια μιας εφιαλτικά αδηφάγας καθημερινότητας απειλούνται διαρκώς από κάποια εκκωφαντικά βουβή εξέγερση του σώματος και της ψυχής τους.
Ο κόσμος της Καταρίνα Μπέντιξεν δεν χωράει ουτοπίες και η κοινή λογική μοιάζει ανήμπορη να συλλάβει το παράλογο και το γκροτέσκο που συντελείται στον ρεαλιστικό καμβά αυτού του κόσμου.
Ιστορίες προσωπικές, ιστορίες οικογενειακές, ιστορίες ανθρώπων που τρώνε, πίνουν, ζουν, ερωτεύονται, εργάζονται, πηγαίνουν διακοπές, συνταξιοδοτούνται, γερνάνε, δραπετεύουν σε δύσβατα νοητικά μονοπάτια, σκοτώνουν, σκοτώνονται ή πεθαίνουν, χωρίς να μάθουμε ποτέ το όνομά τους.
Με γλώσσα αριστοτεχνικά απέριττη και με αφοπλιστική ειλικρίνεια, παραμένοντας αιχμηρή και συναισθηματικά τόσο αποστασιοποιημένη, που η διαύγειά της σοκάρει, η Καταρίνα Μπέντιξεν κατορθώνει να χαράξει ανεξίτηλες στη μνήμη μας τις σπαρακτικές εικόνες ενός πολιτισμού που είναι καταδικασμένος να καταρρεύσει, ενώ με τον ιδιαίτερα ποιητικό τρόπο της υψώνει το μνημείο του άγνωστου ανθρώπου.