η βαλίτσα ως ιδέα αρχικά ενός μπλογκ που αργότερα θα γινόταν ιστοσελίδα για να συμπεριλάβει και τις δραστηριότητες ενός εκδοτικού οίκου προέκυψε τον Δεκέμβριο του 2019 στο Βερολίνο.
Είχε προηγηθεί η γνωριμία μου ενάμιση χρόνο πριν με τον Ιρανό μεταφραστή και ποιητή Μοχαμμάντ Χεμματί στο Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Μεταφραστών στο Στράλεν και η επί ενάμιση χρόνο εντατική συνεργασία μας, από κοντά κι από μακριά, που άνοιξε ωραίους δρόμους και για τους δυο μας.
Άμεση συνέπεια της συνεργασίας μας ήταν η επαφή μου με την περσική γλώσσα και την περσική και ιρανική λογοτεχνία. Ο τίτλος ενός διηγήματος του Μποζόργκ Αλαβί (1904-1997) από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του μου έδωσε το όνομα που ασυνείδητα έψαχνα: η βαλίτσα· έτσι γραμμένη με μικρά γράμματα, αφού τα περσικά δεν έχουν κεφαλαία γράμματα, αν και κάποιος άλλος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν έχουν μικρά αλλά μόνο κεφαλαία. Το ότι η εναρκτήρια πρόταση του διηγήματος του Αλαβί μιλά για τον καιρό στο Βερολίνο κι εγώ τότε ήμουν στο Βερολίνο φαντάζομαι έπαιξε τον ρόλο του.
Αν θυμάμαι καλά η σκέψη για την ίδρυση εκδοτικού οίκου ήταν σχεδόν ταυτόχρονη με την απόφαση για τον πρώτο τίτλο των εκδόσεων αυτών. Έχοντας υπηρετήσει 20 χρόνια πια τον χώρο της μετάφρασης γερμανόφωνης λογοτεχνίας, η επιλογή μου δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένα γερμανόφωνο έργο. Το οποίο όμως έμελλε, όπως και πολλά άλλα, να μείνει ανολοκλήρωτο. Και το γεγονός αυτό συνέβαλε με τον τρόπο του στην απόφαση να γίνει το κείμενο αυτό ο πρώτος τίτλος των εκδόσεων η βαλίτσα.
Τι πιο ωραίο για έναν εκδοτικό οίκο από το να αρχίζει με ένα βιβλίο που δεν τελειώνει, που μένει ανοιχτό, ένα βιβλίο που θα συμπληρώνεται κάθε φορά από τον αναγνώστη του; Τι πιο ωραίο από ένα βιβλίο με ένα υπόγειο χιούμορ διαβρωτικό, στο οποίο επικρατεί το παράλογο και το γκροτέσκο; Ένα βιβλίο γραμμένο σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής του συγγραφέα του, που λειτουργεί και ως ερμηνευτικό κλειδί για την προσωπικότητα του; Όταν μάλιστα ο συγγραφέας αυτός αποτελεί μοναδική περίπτωση στον χώρο των γραμμάτων και το όνομά του έχει γίνει επίθετο για να χαρακτηρίζει καταστάσεις σκοτεινές;
Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης είναι ένα σπάραγμα, λοιπόν, που έχει μείνει έτσι στη διεθνή βιβλιογραφία με αυτόν τον τίτλο, όχι επειδή του τον έδωσε ο συγγραφέας του, ο Φραντς Κάφκα, αλλά από την εναρκτήρια πρότασή του, την οποία χρησιμοποίησε ο Μαξ Μπροντ ως τίτλο για την πρώτη έκδοσή του, την οποία επιμελήθηκε ο ίδιος, κάνοντας διορθώσεις στο χειρόγραφο του Κάφκα.
Δεν είμαι από εκείνους τους λάτρεις ή μελετητές του Κάφκα που ακυρώνουν πολύ εύκολα την προσφορά του Μαξ Μπροντ. Αλλά ούτε και από εκείνους που θεωρούν ότι ο Μαξ Μπροντ παράκουσε την τελευταία επιθυμία του Κάφκα και δημοσίευσε τα γραπτά του, ενώ ο ίδιος ήθελε να καούν. Θεωρώ ότι ο Μαξ Μπροντ διάβασε σωστά και σε βάθος την τελευταία διαθήκη του Φραντς Κάκφα και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πήρε την απόφαση και διέσωσε τα γραπτά του. Και όπως ο ίδιος ο Κάφκα διόρθωνε ακόμη και στο κρεβάτι του νοσοκομείου τα τελευταία δοκίμια ενός υπό έκδοση έργου του, πολύ καλά έκανε και ο Μπροντ και επιμελήθηκε τα έργα του Κάφκα που δεν είχαν εκδοθεί όσο ζούσε.
Ωστόσο σήμερα, που έχουμε στα χέρια μας την κριτική έκδοση των χειρογράφων του Φραντς Κάφκα, μπορούμε να δούμε ποιες από τις παρεμβάσεις του Μαξ Μπροντ επιβάλλονταν αντικειμενικά και ποιες ήταν απόρροια υποκειμενικής εκτίμησης. Το χειρόγραφο του Φραντς Κάφκα, ως μη επιμελημένο κείμενο, έχει ασφαλώς κάποιες αβλεψίες, όπως είναι κάποια ορθογραφικά λάθη και η απουσία κάποιων απαραίτητων κομμάτων, εκείνων δηλαδή που επιβάλλει η σύνταξη της γερμανικής γλώσσας, την οποία είχε σεβαστεί ο Κάφκα σε όσα κείμενά του δημοσίευσε εν ζωή. Το επιμελημένο κείμενο του Μπροντ έχει επίσης κάποιες αβλεψίες, αφού αντιγράφει π.χ. κάπου «Trost» («παρηγοριά») αντί «Trotz» («πείσμα»), παραλείπει μία φράση, «Er tut es.» («Το κάνει.»), τόσο απλή αλλά τόσο απαραίτητη αφηγηματικά και τόσο τέλεια καφκική, ή ενσωματώνει στο κείμενο, αν και εντός παρενθέσεως, μια εξαιρετική παράγραφο, την οποία όμως ο Κάφκα είχε διαγράψει. Επιπλέον το επιμελημένο κείμενο του Μπροντ έχει πολλές αλλαγές στη στίξη, οι οποίες επηρεάζουν τον αφηγηματικό ρυθμό του Κάφκα (επιπλέον κόμματα, κόμματα αντί για άνω τελείες ή τελείες). Το γεγονός αυτό συνέβαλε στην απόφαση για μια δίγλωσση έκδοση, στην οποία δημοσιεύεται το χειρόγραφο κείμενο του Κάφκα μόνο με τις αντικειμενικά απαραίτητες διορθώσεις και συμπεριλαμβανομένης σε υποσημείωση της παραγράφου που είχε διαγράψει ο ίδιος ο συγγραφέας, αφού παρά το αριστοτεχνικό ύφος της δεν προήγε ουσιαστικά την πλοκή της ιστορίας του Μπλούμφελντ. Σε ένα άλλο επίπεδο, η επισήμανση της διεγραμμένης παραγράφου από τον ίδιο τον Κάφκα μάς επιτρέπει και μια ματιά στο συγγραφικό εργαστήρι του.
Λίγο αργότερα ήρθε η ιδέα να συνοδεύεται το βιβλίο και από ηχητικά αρχεία, μια ιδέα που θα έμενε απραγματοποίητη χωρίς την πολύ σημαντική συμβολή δύο καλών φίλων: του Wolfgang Bozic και του Στέφανου Ντρέκου. Έτσι, στο αυτί της έκδοσης υπάρχουν QR codes (κώδικες γρήγορης ανταπόκρισης), που, αν σαρωθούν με ένα έξυπνο κινητό ή τάμπλετ, οδηγούν στο διαδίκτυο, απ’ όπου μπορεί οποιοσδήποτε να ακούσει ολόκληρο το βιβλίο: την εισαγωγή, το γερμανικό πρωτότυπο κείμενο, την ελληνική μετάφραση και το επίμετρο.
Ανεκτίμητη ήταν και η συμβολή της Λένας Κοψαχείλη, που επιμελήθηκε γλωσσικά τα ελληνικά κείμενα του βιβλίου, της Μελίνας Γαληνού, που φιλοτέχνησε το σκίτσο του εξωφύλλου ειδικά για την έκδοση αυτή, και της Βάσως Τσόρου, που ασχολήθηκε περισσότερο από έξι μήνες με την έκδοση, τη σελιδοποίησε και σχεδίασε το εξώφυλλο.
Τέλος, ουσιαστικά σημαντική γι’ αυτή την πρώτη έκδοση ήταν η υποστήριξη της Αυστριακής Εταιρείας για τη Λογοτεχνία και της Αυστριακής Εταιρείας Φραντς Κάφκα, καθώς και η ευγενική χορηγία της κυπριακής Wunderart Productions.