Ημερολόγιο από το Κίεβο

 

Foto: Yevgenia Belorusets

Η Ουκρανή Γεβγκένια Μπελορούσετς (γεν. 1980) είναι φωτογράφος, καλλιτέχνις, συγγραφέας και μεταφράστρια. Ζει στο Κίεβο και το Βερολίνο. Από τις 24 Φεβρουαρίου 2022 γράφει το «Ημερολόγιο από το Κίεβο», που δημοσιεύεται στον ιστότοπο του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel.
Η δημοσίευση των ελληνικών μεταφράσεων εδώ άρχισε με την ημερολογιακή καταγραφή της 4ης Μαρτίου και θα γίνει προσπάθεια να μεταφραστούν και να δημοσιευτούν οι προηγούμενες και οι επόμενες καταγραφές.


 

Τρίτη, 5 Απριλίου

/ Από το Κίεβο στη Βαρσοβία

Η μέρα πέρασε με γρήγορο ρυθμό. Έφυγα από το Κίεβο και ταξιδεύω για πρώτη φορά απ’ την αρχή του πολέμου. Στο βαγόνι του τρένου άκουγα ρωσικά και ουκρανικά. Είναι ένα τρένο που πηγαίνει απευθείας από το Κίεβο στη Βαρσοβία και υπάρχει εδώ και έναν μήνα ακριβώς. Στις 5 Μαρτίου δημιουργήθηκε αυτή η σύνδεση ως δωρεάν διαδρομή για τη μεταφορά ανθρώπων που αναζητούσαν καταφύγιο. Οι θέσεις ήταν δωρεάν, οι άνθρωποι κοιμούνταν όχι μόνο στις μικρές κλινάμαξες, οι οποίες διαθέτουν τρία στενά κρεβάτια, αλλά και κάτω, στον διάδρομο.

Εν τω μεταξύ μπορείς ν’ αγοράσεις και εισιτήρια για το τρένο. Όλοι έχουν ένα σωστό μικρό κρεβάτι και κανένας δεν κοιμάται πια κάτω ανάμεσα σε τσάντες και βαλίτσες. Δεν πάνε πια πάρα πολλοί άνθρωποι σ’ αυτή την κατεύθυνση και στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κιέβου επίσης δεν επικρατεί πια πανικός. Οι αποβάθρες ήταν πιο άδειες απ’ ό,τι πριν μια εβδομάδα.

Οι γονείς μου έμειναν στο Κίεβο. Είπανε ότι πρέπει να εξετάσω πρώτα εγώ μια φορά τη σύνδεση και να δω αν μια τέτοια επιχείρηση θα ήταν δυνατή και για εκείνους. Εξέτασα τον δρόμο λοιπόν μαζί με την εξαδέλφη μου και τη φίλη της, που περίμενε μια ευκαιρία για να φύγει με παρέα.

Κάποια στιγμή στον δρόμο αναγκάστηκα να φωτογραφίσω το τοπίο απ’ το σκονισμένο παράθυρο του βαγονιού, για να μην ξεχάσω τι ζω αυτή τη στιγμή. Μάταια. Οι εμπειρίες και οι αναμνήσεις δεν φαίνονται να μπορείς να τις σταματήσεις. Η εφαρμογή στο κινητό μου που ενημερώνει για τον αντιαεροπορικό συναγερμό στο Κίεβο χτύπησε κάποιες φορές μες στη νύχτα. Όπως και πάρα πολλοί Ουκρανοί, που ταξιδεύουν, δεν ήθελα κι εγώ να κλείσω τις προειδοποιήσεις.

Να γράψω δεν κάθισα σχεδόν καθόλου, γιατί ήθελα να περάσω τον χρόνο με τις συνταξιδιώτισσές μου. Ούτε να με πάρει ο ύπνος μπόρεσα, γιατί άκουγα τις σιγανές, ξένες φωνές μες στο βαγόνι, που κάτι έλεγαν. Ό,τι έλεγαν συνέδεε τους ταξιδιώτες με τους τόπους που με κάθε λεπτό άφηναν όλο και περισσότερο πίσω τους σαν μια κλωστή που τεντωνόταν αλλά δεν φαινόταν να μπορεί να κοπεί.

«Γιατί τόσο πολλά πράγματα – μια τεράστια βαλίτσα και τέσσερις μεγάλες, ευρύχωρες σακούλες μόνο για σένα;» ρώτησε μια γυναίκα τη διπλανή της.

«Ω! Ήθελα να πάρω τόσο πολλά μαζί μου, ολόκληρο το σπίτι μου», απάντησε εκείνη, «τώρα δεν μπορώ καν να τη σηκώσω αυτή τη βαλίτσα. Δυστυχώς δυο απ’ τις αγαπημένες μου κούπες τις άφησα στο Κίεβο! Αντί γι’ αυτές έχω όμως το ψάθινο καπέλο μου με τον κόκκινο φιόγκο και τα κόκκινα βελούδινα παπούτσια, που φοριούνται και στη δουλειά και στο θέατρο».

 

/ Περιμένοντας στη Μονή των Σπηλαίων

Εν τω μεταξύ η νεαρή γυναίκα, που τη λέγανε Ντάσα και μιλούσε με μια φωνή σαν σε όνειρο, προφανώς δεν είχε κάποια δουλειά ούτε και σχεδίαζε να πάει σύντομα στο θέατρο. Στα ρωσικά και στα ουκρανικά την περιοχή, απ’ όπου έφυγε η Ντάσα, τη λένε «το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων», στα γερμανικά Kriegsschauplatz. Για ένα τέτοιο θέατρο σπάνια φοράς κόκκινα βελούδινα παπούτσια. Η Ντάσα έμενε στην άκρη του Κιέβου, στον 20ο όροφο ενός οικοδομικού μπλοκ. Τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου τη νύχτα την περνούσε μαζί με τις δυο γάτες της στην μπανιέρα, επειδή μόνο εκεί μπορούσε να την πάρει ο ύπνος κάποια στιγμή τη νύχτα.

Μια φίλη της τηλεφώνησε και προσκάλεσε την Ντάσα να μετακομίσει μαζί της σ’ ένα δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο προσκυνητών στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, μια γνωστή μονή σπηλαίων. Η οικογένεια αυτής της φίλης ζούσε σε μια γραφική περιοχή κοντά στο Τσερνίχιβ. Τις προηγούμενες εβδομάδες η οικογένεια ζούσε με δυο μικρά παιδιά που είχαν πάει εκεί πριν απ’ τον πόλεμο υπό ρωσική κατοχή. Δεν υπήρχε πια νερό στην περιοχή, ούτε ηλεκτρικό και τα αποθέματα τροφίμων σιγά σιγά τελείωναν. Κάθε τρεις ή τέσσερις μέρες τα μέλη της οικογένειας πήγαιναν στους γείτονές τους, για να φορτίσουν τα κινητά τους με μία γεννήτρια. Μετά τηλεφωνούσαν για λίγο στην κόρη τους και χάνονταν πάλι για κάποιες ημέρες.

Κάποια στιγμή στο τρένο αναγκάστηκα να φωτογραφίσω το τοπίο απ’ το σκονισμένο παράθυρο του βαγονιού, για να μην ξεχάσω τι ζω αυτή τη στιγμή. Foto: Yevgenia Belorusets

Η Ντάσα μετακόμισε με τη φίλη της σ’ ένα μικρό δωμάτιο ξενοδοχείου στη Λαύρα, σε μια «πόλη από μόνη της» όπως έλεγε. Η ζωή στη Λαύρα ακολουθούσε ένα αυστηρό εκκλησιαστικό πρόγραμμα με μεγάλες πρωινές λειτουργίες. Κανένας δεν το θεωρούσε απαραίτητο ν’ αναζητήσει το καταφύγιο όταν χτυπούσε αντιαεροπορικός συναγερμός. Τα ξενοδοχεία προσκυνητών και τα σπίτια αυτής της τεράστιας μονής ήταν γεμάτα με ανθρώπους που αναζητούσαν προστασία.

 

/ Ανέγγιχτοι απ’ τον πόλεμο

Μια άλλη μονή, που από το 2014 χρησιμοποιείται ως κατοικία προσφύγων και που συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους ουκρανικούς ορθόδοξους ιερούς τόπους της, βρίσκεται στο Ντονμπάς στη μικρή πόλη Σβιατοχίρσκ. Η Ντάσα πήγε εκεί τον Οκτώβριο να προσκυνήσει και γνώρισε οικογένειες από το Ντονέτσκ, που απ’ την αρχή του πολέμου στο Ντονμπάς ζούνε στη μονή, επειδή εκείνη η περιοχή τούς ήταν οικεία και αρνούνταν να μετοικήσουν στη Δυτική ή Κεντρική Ουκρανία. Τώρα η μονή είναι πάλι πλήρης εξαιτίας των νέων κυμάτων προσφύγων. Η πόλη δέχεται πυρά και δεν είναι ξεκάθαρο με πόση επιτυχία θα διεξαχθεί η εκκένωση.

Το Σβιατοχίρσκ είναι μόνο 30 χιλιόμετρα απ’ το Σλοβγένσκ, που ανακοινώθηκε ως επόμενος στόχος επιθέσεων, και δεν είναι ξεκάθαρο με πόση επιτυχία θα διεξαχθεί η εκκένωση – και κατά πόσο θα πραγματοποιηθεί γενικά. Όταν οι γειτονικές πόλεις του Σβιατοχίρσκ δέχονταν πυρά από το 2014 μέχρι το 2016, οι πιστοί πήγαιναν στη μονή παρά τον κίνδυνο, επειδή η ατμόσφαιρα στην οποία επικρατούσε η ορθόδοξη καθημερινότητα έκρυβε και κάτι ανέγγιχτο απ’ τον πόλεμο. Πριν από τρεις εβδομάδες όμως δέχτηκε πυρά και αυτή η Λαύρα και τα κτίρια στα οποία έβρισκαν καταφύγιο οι πρόσφυγες υπέστησαν σοβαρές ζημίες.

Στο τρένο η Ντάσα έλαβα ξαφνικά ένα καλό μήνυμα. Η οικογένεια της φίλης της, που εδώ και μία εβδομάδα δεν είχαν δώσει σημεία ζωής, προφανώς επέζησαν στην κατοχή. Με έμφαση στη φωνή της έλεγε η Ντάσα μάλιστα πώς ένας Ρώσος στρατιώτης βοήθησε μια γυναίκα από αυτή την οικογένεια κάποια στιγμή, να επισκεφτεί τους γείτονές της που ζούσαν κάπως μακριά και ήταν άρρωστοι. Τη συνόδεψε, λέει. Μετά, σχεδόν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, η Ντάσα άρχισε να μιλάει λυπημένη. Μια άλλη φίλη της είχε φύγει πρόσφατα για να σωθεί από το Ιρπίν για το Κίεβο, αφού απελευθερώθηκε η πόλη, και είχε καθώς φαίνεται βιαστεί: «Είναι μια ιδιαίτερη γυναίκα, μια ταλαντούχα φωτογράφος, που έχει μια πολύ σιγανή φωνή και είναι πολύ ευαίσθητος άνθρωπος», έλεγε η Ντάσα. «Δεν μπορεί σχεδόν να μιλήσει γι’ αυτό, έχει υποστεί τέτοιο σοκ, που δεν την αναγνωρίζω. Αυτές τις εβδομάδες γέρασε πάρα πολύ. Δεν λέει τίποτα εκείνη, αλλά εγώ κατάλαβα τι πρέπει να έζησε εκεί».

Στη Βαρσοβία, λίγο μετά την άφιξή μας, έκανα περίπατο στην πόλη, που την έβλεπα θλιμμένη και ανήσυχη. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι δεν υπάρχει πόλεμος εδώ, και σε κάποια πρόσωπα διάβαζα την ίδια ανησυχία που έβλεπα στους ανθρώπους στο Κίεβο. Ίσως συνέχισα να βλέπω τους συμπατριώτες μου, που γυρνούσαν στους δρόμους όπως ακριβώς κι εγώ.

Είδα μια ομάδα αντρών με μπλε στολές που συζητούσαν. Με έκπληξη παρατήρησα ότι δεν είχαν όπλα. «Έτσι απροστάτευτοι…», σκέφτηκα. «Πώς τολμούν κάτι τέτοιο;» Μετά συνειδητοποίησα ότι εδώ στη Βαρσοβία ευτυχώς δεν υπάρχει πόλεμος.

 

/ Κάθε μέρα αυτού του πολέμου παραπάει

Ο αέρας ήταν δροσερός όπως στο Κίεβο, μάλλον θα περάσω τη νύχτα σ’ ένα μέρος της πόλης όπου δεν υπάρχουν πολλοί που κάνουν περίπατο. Εκείνο το μέρος των δρόμων που είναι άδειο μου είναι οικείο και κατανοητό. Στο μυαλό μου συνέκρινα αυτούς τους δρόμους μ’ εκείνους στο Κίεβο, που πριν απ’ τον πόλεμο ήταν γεμάτοι ανθρώπους και στον πόλεμο παράξενα άδειοι.

Στο Κίεβο η καθημερινότητα τον τελευταίο καιρό σχεδόν πάντα συντελούνταν σε μια κρυψώνα. Η πραγματική ζωή εκτυλισσόταν πίσω απ’ τις πύλες αυλών και τις πόρτες των κέντρων εθελοντικής εργασίας, σε νοσοκομεία, καταφύγια και διαμερίσματα.

Παρασυρμένοι από κύματα ελπίδας και απόγνωσης για εβδομάδες, πολλοί κάτοικοι του Κιέβου παρέπαιαν ανάμεσα στη θλίψη για τραυματίες και πεθαμένους φίλους και γνωστούς και και την πυρετώδη σχεδόν απασχόληση με τις επίκαιρες αναγκαιότητες του πολέμου. Εν τω μεταξύ πολλοί δεν φαντάζονταν ότι ακριβώς γύρω απ’ το Κίεβο, στην Μπούτσα, το Ιρπίν, το Βόρζελ και την Μποροντιάνκα, συντελείται κάτι ανείπωτα τρομερό. Ζούσαμε σ’ ένα σκισμένο κουκούλι θλίψης, απ’ τα σκισίματα έφταναν διαρκώς νέες ειδήσεις. Συνάντησα πρόσφυγες απ’ την Μπούτσα κι απ’ το Ιρπίν, μου είπαν τις ιστορίες τους, αλλά η ολοκληρωμένη εικόνα μέχρι τις τελευταίες ημέρες δεν ήταν ακόμα ξεκάθαρη και ήταν μάλιστα αδιανόητη.

Όταν άρχισα αυτό το ημερολόγιο ήμουν πεπεισμένη ότι θα το έγραφα για κάποιες μέρες μόνο. Η πίστη μου στο αδύνατο ενός τόσο παράλογου πολέμου ήταν ισχυρή. Τώρα συνεχίζω και απομακρύνομαι χιλιόμετρα από τη βία που εξακολουθεί ακόμα, ενώ απ’ το παράθυρο του τρένου βλέπω ν’ απλώνεται το τοπίο μιας άλλης χώρας και ξαφνικά με πιάνει φόβος και γι’ αυτή.

Τα περίχωρα του Κιέβου, ένα εορταστικό, θαυμάσιο τοπίο, όπου ήθελα ν’ αποκτήσω κάποτε ένα μικρό σπίτι, μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας σ’ ένα τεράστιο μνημείο. Η Ρωσία δημοσιεύει στα κρατικά μέσα μανιφέστα, που δικαιολογούν έναν μαζικό φόνο όλων μας. Ο κόσμος σκέφτεται τι θα ακολουθήσει. Κάποιοι διεθνείς ειδήμονες κάνουν τους μάντεις και υποθέτουν ότι ο πόλεμος μπορεί να κρατήσει χρόνια ακόμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, έτσι μου φαίνεται εμένα, νομιμοποιείται έμμεσα ο μαζικός φόνος. Κάθε μέρα αυτού του πολέμου παραπάει.

 

Κυριακή, 3 Απριλίου / Μια πόλη βουλιάζει στο αίμα

Ένας νεαρός άντρας, που υποφέρει από διπολική διαταραχή και όλη του τη ζωή ζούσε με τη γιαγιά του στην Μπούτσα, μια μικρή πόλη στα βορειοδυτικά του Κιέβου, πήγε με τα πόδια στην πρωτεύουσα, γιατί τη γιαγιά του τη σκότωσαν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της Ρώσοι στρατιώτες. Έχει χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου και δεν θυμάται πια πόσο καιρό είναι στον δρόμο. Μερικές μέρες έμεινε στο Κίεβο στον σταθμό και γνώρισε έναν αστυνομικό, που τον πήγε σε γνωστούς μου, σε ένα κέντρο εθελοντικής εργασίας στο Κίεβο.

Μια γυναίκα δεν μπορούσε για μέρες να μεταφερθεί απ’ το Ιρπίν. Στις τηλεφωνικές κλήσεις της κόρης της, που ήταν στο εξωτερικό, δεν αντιδρούσε πια. Οι φίλοι της προσπαθούσαν μάταια να πείσουν τη γυναίκα να φύγει απ’ το Ιρπίν. Στο σπίτι της δεν υπήρχε πια ηλεκτρικό, ούτε νερό, αλλά η γυναίκα έμενε. Και οι γείτονές της αρνούνταν να εγκαταλείψουν την πολυκατοικία. Προσπαθούσαν να προστατεύουν τα εγκαταλειμμένα κατοικίδια ζώα και να βοηθούν άλλους κατοίκους που είχαν επίσης μείνει εκεί. Αλλά η κατάσταση στην πόλη έγινε ανυπόφορη. Σε μια απ’ τις τελευταίες μεταφορές εκκένωσης οι γείτονες θα έφευγαν και θα έπαιρναν μαζί τους τη γυναίκα. Όταν πήγαν στο διαμέρισμά της, η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Μίλησε με τους γείτονές της πίσω απ’ την κλειστή πόρτα, αλλά δεν την έπεισαν. Ευτυχώς επέζησε με την κατοχή του Ιρπίν.

Ο πατέρας μιας καλής μου φίλης ζει με τη γυναίκα του στο Χάρκοβο. Όταν άρχισε ο πόλεμος, ξεκίνησαν μια εθελοντική δράση πρωτοβουλίας και μοίραζαν φάρμακα. Η φίλη μου συνέχεια τους παρακαλούσε να φύγουν απ’ την πόλη. Εκείνοι όμως έμεναν εκεί και βοήθησαν πολλούς ανθρώπους. Ενώ τα πυρά και οι βομβαρδισμοί εντείνονταν, ο πατέρας της φίλης μου ξαφνικά εξαφανίστηκε. Μέρες αργότερα πια βρέθηκε. Είχε μια κρίση παράνοιας και έβλεπε παντού μόνο εχθρούς, θάνατο και καταστροφή. Ακόμα και τη γυναίκα του, τα παιδιά του και τους φίλους του δεν τους πίστευε πια. Σ’ αυτή την κάθε άλλο παρά νηφάλια κατάσταση της δυσπιστίας έφτασε στις ρωσικές θέσεις και τραυματίστηκε. Δυο ή τρεις σφαίρες αφαιρέθηκαν απ’ το σώμα του. Θα ζήσει.

Τώρα ακούω κάποιες φορές να λέγεται παρεμπιπτόντως η φράση ότι ο τάδε ή ο δείνα τραυματίστηκε. Οι πυροβολισμοί και τα τραύματα του πολέμου είναι οι νομιμοποιημένες σχεδόν ζημίες στις φαντασιώσεις περί δυνατής υγιούς δυστυχίας.

Μια παιδική χαρά δίπλα στο σπίτι μου που μου θύμισε τις παιδικές χαρές στην Μπούτσα. Foto: Yevgenia Belorusets

Η Μπούτσα βουλιάζει στο αίμα. Όταν ακούς ότι κάποιος έχει επιζήσει στον τόπο αυτό είναι θαύμα. Ο δικτάτορας ισχυρίζεται ότι δεν είμαστε απλώς συγγενικοί λαοί, ότι είμαστε μάλιστα «ένας λαός». Αλλά αν δει κανείς τι κάνει εδώ ο ρωσικός στρατός –νεκρές, βιασμένες γυναίκες κείτονται στην Μπούτσα και στο Ιρπίν στην άκρη του δρόμου, νεκρά παιδιά–, τότε θα καταλάβει αμέσως: Πρόκειται για έγκλημα γενοκτονίας εναντίον εκείνων που πρώτα τους στέρησαν κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

 

Σάββατο, 2 Απριλίου / Το γέλιο επιστρέφει στο Κίεβο

Μια φίλη μού έστειλε μια φωτογραφία. Φαινόταν το χέρι του άντρα της, που πάνω του είχε μικρά, κυματιστά μεταλλικά κομματάκια. Έγραφε: «Γκραντ είναι αυτό». Γκραντ, έτσι λέγεται ένα απ’ τα πιο επικίνδυνα για τη ζωή συστήματα εκτόξευσης πυραύλων της Ρωσίας. Η απαλή παλάμη στη φωτογραφία είχε μια ελαφρά ροζ απόχρωση, και όταν τη βλέπω, σκέφτομαι την οικογένεια της φίλης μου, μιας καλλιτέχνιδας που ξέρω καλά. Τη λένε Αλεβτίνα Καχίτζε. Η μητέρα της έχασε τη ζωή της πριν μερικά χρόνια στα σύνορα ανάμεσα στα κατεχόμενα μέρη του Ντονμπάς και τις περιοχές που ελέγχονται από την Ουκρανία. Όπως πολλοί γέροι άνθρωποι, η μητέρα της ήταν αναγκασμένη τότε να κάνει ένα πολύωρο, εξουθενωτικό και ταπεινωτικό ταξίδι για να περάσει τα σύνορα και να μπορέσει να πάρει τη σύνταξή της σε ουκρανικό έδαφος. Το τελευταίο της ταξίδι απ’ τα σημεία ελέγχου δεν το άντεξε.

Η μητέρα της ζούσε σε μια μικρή πόλη, τη Ζντανόβκα. Λόγω του κήπου της δεν ήθελε να φύγει από την πόλη. Όταν ζούσε ακόμα, μιλούσε στην κόρη της για τη ζωή στην κατοχή, και η κόρη χρησιμοποιούσε τα λόγια της σε σκίτσα. Πέρα απ’ αυτό μετά το 2014, μετά την αρχή της ρωσικής κατοχής, λίγα ακούγονταν γι’ αυτή την πόλη.

Όταν είδα το χέρι στη φωτογραφία, με ανησύχησε η ανάμνηση μιας άλλης πόλης, του Τόρετσκ. Είναι μια μικρή πόλη στο υπό ουκρανικό έλεγχο Ντονμπάς, όπου είχα πάει πολλές φορές, για να κάνω μια σειρά φωτογραφιών με μια οικογένεια που ανήκε στην τοπική κοινότητα των Ρομά. Την πόλη αυτή τη γνώρισα μόνο στα χρόνια του πολέμου, είναι η τελευταία πόλη πριν απ’ τα σύνορα με τις κατεχόμενες περιοχές που ελέγχεται από την Ουκρανία. Απ’ την άλλη μεριά των συνόρων είναι η Γορλίβκα, μια κάπως πιο μεγάλη και πιο ζωντανή πόλη, που πριν απ’ τον πόλεμο ήταν πολύ στενά συνδεδεμένη με το Τόρετσκ. Πολλοί άνθρωποι ζούσαν στο Τόρετσκ και δούλευαν στη Γορλίβκα.

Στο Τόρετσκ υπάρχουν παράξενα δέντρα. Ή είναι κάπως χοντροκομμένα και παράξενα κλαδεμένα, έτσι που τα μακριά και λεπτά κλαδιά τους έβγαιναν απ’ το κουτσουρεμένο ψηλό κορμό τους· ή ήταν νεότερα και πιο λεπτά δέντρα, που παρά τη γεωμετρία των δρόμων συνέχεια μεγάλωναν πολύ πλαγιαστά, λες και προσπαθούσαν να περάσουν τον δρόμο κατά την περιστροφή της γης. Τα μέλη της κοινότητας των Ρομά στο Τόρετσκ ζούσαν πολύ κοντά μεταξύ τους, σε μικρά όμορφα σπιτάκια στην άκρη της πόλης. Όποτε τους επισκεπτόμουν, ένιωθα κάτι γιορταστικό στην ατμόσφαιρα. Ο κίνδυνος πάντα ήταν κοντά, κι όμως πολλοί άκουγαν μουσική όταν δούλευαν και γελούσαν. Μες στα γέλια τους διαλύονταν οι απομακρυσμένες εκρήξεις των ακατάπαυστων μαχών. Ήμουν τόσο περίεργη και μάλιστα ευτυχισμένη, που στο Τορέτσκ ποτέ δεν φοβόμουν την κοντινή πολεμική βία.

Ένα δέντρο στο Κίεβο σαν τα δέντρα στο Τόρετσκ. Foto: Yevgenia Belorusets

Η Κριστίνα Μπέλους έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο στην κοινότητα, έχει σπουδάσει νομικά και είναι μητέρα δύο δικών της και τριών υιοθετημένων παιδιών. Μέχρι σήμερα παραμένει στο Τόρετσκ με όλη την οικογένειά της. Τηλεφωνηθήκαμε και μου έλεγε ότι η περιοχή του Βερχνοτόρετσκε (Άνω Τόρετσκ) μόνο χαλάσματα είναι όλο πια. Στις αρχές Φεβρουαρίου πήρε μηνύματα πανικού από κάποιους ανθρώπους που ζούσαν σ’ εκείνη την περιοχή. Δεν μπορούσε να γίνει όμως τίποτα. Η περιοχή από το 2014 ανήκε στην γκρίζα ζώνη της διένεξης και δεν ελεγχόταν από καμία πλευρά.

Η κόρη της φίλης της, που είναι 16 χρονών, ζούσε εκεί με τους παππούδες της. Πριν από μια εβδομάδα πήρε τον δρόμο και περπατούσε μέρες μέσα από δάση, έλη και χωράφια, για να αποφύγει τα ρωσικά σημεία ελέγχου. Δεν είχε τίποτα μαζί της, περνούσε τη νύχτα μες στο κρύο σκοτάδι κάπου στον δρόμο και άκουγε το πυροβολικό να βαράει σχεδόν ακατάπαυστα. Είπε ότι κανένα σπίτι στο χωριό της δεν έμεινε όρθιο απ’ τα πυρά, ότι δεν ξέρει επίσης αν ζει ακόμα κάποιος. Το κορίτσι έχει υποστεί τέτοιο σοκ, που με το ζόρι μιλάει. Όλα τα τηλέφωνα του Βερχνοτόρετσκε είναι νεκρά, δεν πιάνεις πια γραμμή για να μιλήσεις με τους ανθρώπους αυτής της περιοχής.

Δεν είχα πάει ποτέ στο Άνω Τόρετσκ, με το ζόρι μπορώ να φανταστώ αυτόν τον συνοικισμό. Έτσι είναι πολλές περιοχές και πόλεις στην ανατολική Ουκρανία, που τα ονόματά τους με το ζόρι αναφέρονται στις ειδήσεις. Οι άνθρωποι εκεί μιλούν ως επί το πλείστον ρωσικά και συγχρόνως ουκρανικά, από το 2014 γίνονται εγκλήματα πολέμου στις κατεχόμενες περιοχές. Και τώρα οι πόλεις στην ουκρανική πλευρά του Ντονμπάς βρίσκονται εκ νέου σε κίνδυνο. Η Ρωσία ισχυρίζεται ότι θέλει να συγκεντρωθεί στην ανατολική Ουκρανία, και έτσι οι εισβολείς επιλέγουν για τα επόμενα εγκλήματά τους εκείνα τα μέρη της χώρας που έχουν ήδη υποφέρει πολύ.

Στο Κίεβο το βράδυ ακούς πάλι γέλια στους δρόμους. Η πόλη όμως συνεχίζει να δέχεται καθημερινά επιθέσεις με πυραύλους. Τώρα, που διορθώνω αυτό αυτό κείμενο, ακούγεται πάλι ο αντιαεροπορικός συναγερμός.

Πολύ χειρότερα είναι όταν δεν πέφτουν μόνο πύραυλοι, αλλά ανοίγει πυρ και το πυροβολικό και ο ρωσικός στρατός προελαύνει. Στην Μπούτσα δίπλα στο Κίεβο, σε μια περιοχή, που μόλις απελευθερώθηκε, οι σοροί των κατοίκων είναι στους δρόμους, βρέθηκε ένας μαζικός τάφος με 280 σορούς.

Παρακαλώ τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες μου, όλες και όλους, που με τη σκέψη τους είναι μαζί μας αυτή τη στιγμή, να συγκρατήσουν στη μνήμη τους τα άγνωστα τοπωνύμια της Ουκρανίας. Είναι πάντα πόλεις και χωριά, όπου κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί μια καταστροφή τέτοιας κλίμακας. Ό,τι δεν έχει δεχτεί ακόμα επίθεση πρέπει να σωθεί. Κανένα περαιτέρω καταστροφικό βήμα δεν πρέπει να γίνει. Αυτή η εξολοθρευτική μηχανή απειλεί ολόκληρο τον κόσμο, έφτασε η ώρα να τη σταματήσουμε. Ο ουρανός πάνω απ’ την Ουκρανία πρέπει να προστατευτεί. Και αν οι διεθνείς πολιτικοί και αρχηγοί κρατών παραείναι προσεχτικοί για να το κάνουν αυτό, τότε μπορούν να μας εξασφαλίσουν τα μέσα, για να μπορέσουμε να το κάνουμε μόνοι μας.

 

Παρασκευή, 1η Απριλίου / Μια αλλαγμένη πόλη

Το να γράφω τακτικά γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Η μέρα της αναχώρησής μου πλησιάζει και αυτή η καταγραφή μπορεί να είναι κι η τελευταία μου, πριν φύγω από το Κίεβο. Θα φύγω για να κανονίσω κάπου αλλού πού θα μείνουν οι συγγενείς μου, και για να ετοιμάσω αυτό το ημερολόγιο με τις φωτογραφίες για μια ομαδική έκθεση.

Μετά θα ήθελα να επιστρέψω. Προσπαθώ να μην εξετάζω ξανά και ξανά τους σκοπούς της αναχώρησής μου. Ήδη δυο φορές άλλαξα τα σχέδιά μου και έμεινα στο Κίεβο παρά τα εισιτήρια που είχα αγοράσει εκ των προτέρων.

Στον δρόμο για το μπακάλικο εμφανίστηκε μέσ’ απ’ την ομίχλη ένα αυτοκίνητο, γεμάτο με αλεξίσφαιρα γιλέκα. Τα γιλέκα τα έφερε στην πόλη για τον ουκρανικό στρατό μια εθελοντική δράση πρωτοβουλίας. Foto: Yevgenia Belorusets / DER SPIEGEL

Όταν περπατάω στην πόλη, παρατηρώ μεγάλες αλλαγές. Κάθε μέρα ανοίγει και μια νέα πόρτα, κάποιο νέο καφέ, κάποιος νέος φούρνος ή κάποιο μπακάλικο. Στην περίπτωση αυτή «νέο» σημαίνει ότι έχει ανοίξει πάλι, αλλά μες στο μυαλό μου η παλιά ζωή στην πόλη διακόπηκε και όλα όσα αρχίζουν πάλι να υπάρχουν ξεκινούν απ’ την αρχή, βλέπουν με τις βιτρίνες και τις ανοιχτές πόρτες τους σε μια εντελώς άλλη πραγματικότητα.

Λες και μετοίκισε ολόκληρη η πόλη με τους δρόμους της, τα τραμ, τις στροφές και τις έγνοιες της σε έναν άλλον τόπο και οι πιο πολλοί διαβάτες και περαστικοί κατέβηκαν στον προηγούμενο σταθμό. Και τώρα, που έχει λάβει χώρα αυτό το μεγάλο συλλογικό ταξίδι, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να πας κάπου αλλού μόνος σου. «Άλλωστε η ασφάλεια εδώ μέρα με την ημέρα αυξάνεται» – μ’ αυτή τη σκέψη προσπαθώ να πείσω τον ίδιο μου τον εαυτό.

Χτες το βράδυ ήθελα να διαλέξω μια φωτογραφία απ’ το αρχείο μου για μια σύντομη παρουσίαση στο ραδιόφωνο. Έλεγα να μιλήσω για ένα μικρό κέντρο εθελοντικής εργασίας, που ίδρυσαν τρεις γυναίκες που επισκέφτηκα. Αλλά δεν βρέθηκε ούτε μία και μοναδική χρήσιμη φωτογραφία. Οι τρεις γυναίκες –φίλες μιας φίλης μου– γέμιζαν καλάθια και πλαστικές σακούλες με τρόφιμα και είδη προσωπικής υγιεινής. Τις λένε Όλγκα, Κάτια και Γεβγκένια, και όταν δουλεύουν, κινούνται τόσο αστραπιαία και ταυτόχρονα χαριτωμένα, που δεν είναι δυνατόν να μιλήσεις για τη δουλειά τους με τη βοήθεια της φωτογραφίας. Η Όλγκα πριν απ’ τον πόλεμο έκανε μαθήματα χορού, έχει ιδρύσει στο Κίεβο μια σχολή φλαμένκο.

Το ορμητήριο των επιχειρήσεων του κέντρου εθελοντικής εργασίας είναι ένα μικρό μέρος κάποιου καταφύγιου, όλοι οι τοίχοι είναι βαμμένοι σε έντονο μπλε. Συγκινήθηκα από εκείνο το χτυπητό μπλε πλαίσιο που σχημάτιζαν οι τοίχοι και το κατώφλι της πόρτας και προσπάθησα να βγάλω τουλάχιστον μια φωτογραφία όταν τις χαιρετούσα. Τότε όμως γύρισε γρήγορα η Όλγκα προς το μέρος μου, ακούσια αλλά προφανώς αναπόφευκτα, και στο φιλμ φαινόταν μόνο η κίνησή της.

Αρκετές φορές η Όλγκα επανέλαβε τη φράση: «Τέτοια κέντρα εθελοντικής εργασίας υπάρχουν τώρα σε κάθε αυλή στο Κίεβο! Η ιδέα είναι ότι κάποια απ’ αυτά θα συνεχίσουν να λειτουργούν και μετά τον πόλεμο». Πολλοί άνθρωποι που έχουν παραμείνει στο Κίεβο δεν θα επιβίωναν στον πόλεμο χωρίς τέτοιες δράσεις πρωτοβουλίας: Μητέρες με μικρά παιδιά, που δεν μπορούν να τ’ αφήσουν μόνα τους· ηλικιωμένοι άνθρωποι μόνοι τους, που δεν βγαίνουν απ’ το σπίτι τους και χρειάζονται φάρμακα. Όλη αυτή η δουλειά συντονίζεται σε κανάλια του Telegeram, όπου δημοσιεύονται εκκλήσεις για βοήθεια.

Είχα μπει κι εγώ σε κάποια τέτοια κανάλια στο Telegram και είδα πόσο δύσκολο ήταν κατά καιρούς να σταλούν φάρμακα μεταξύ της δεξιάς και της αριστερής όχθης του Δνείπερου. Ολόκληρη η πόλη απέκτησε με τον πόλεμο μια άλλη μορφή, οι αποστάσεις πρέπει συνέχεια να μετριούνται και να ερμηνεύονται εκ νέου.

Η ομίχλη, πρόσεξα σήμερα, είναι η συνέχεια της νύχτας και του σκοταδιού της την ημέρα. Το φως ασπρίζει και πυκνώνει και παρατείνει τη μέρα που πέρασε. Σήμερα αισθάνομαι λες κι είμαι ακόμα με το ένα πόδι μου στο χτες.

Κάποια στιγμή στον δρόμο μου για το μπακάλικο εμφανίστηκε μέσ’ απ’ την ομίχλη ένα αυτοκίνητο, γεμάτο με αλεξίσφαιρα γιλέκα. Τα γιλέκα τα έφερε στην πόλη για τον ουκρανικό στρατό μια εθελοντική δράση πρωτοβουλίας. Τα έχει φτιάξει μια γυναίκα που η ίδια αναγκάστηκε να φύγει για να σωθεί. Στον νέο τόπο κατοικίας της οργανώνει την παραγωγή αλεξίσφαιρων γιλέκων. Μέσω μιας ομάδας φίλων και γνωστών της μεταφέρονται τα γιλέκα τώρα στο Κίεβο και στα περίχωρα.

Οι σκέψεις μου φεύγουν απ’ αυτή τη συνάντηση και μετά πέφτουν σ’ ένα βάραθρο. Μια νέα φοιτήτρια παιδαγωγικών, που ήταν μόλις 19 και τη λέγανε Αναστάζια, προσπάθησε χτες το πρωί να φτάσει στο Τσερνίχιβ με τρόφιμα. Η πόλη είναι δίπλα στο Κίεβο, είναι μια απ’ τις ωραιότερες πόλεις της Ουκρανίας, με καθεδρικό ναό και μοναστήρια, που κάποια είναι απ’ τον 11ο αιώνα, και όπου τώρα σε πολλές περιοχές δεν υπάρχει πια ούτε ηλεκτρικό, ούτε τρόφιμα ούτε νερό. Είχε φορτώσει ένα πουλμανάκι με ψωμί και φάρμακα, ήταν προφανώς ένα όχημα ιδιωτικής χρήσης, αλλά στον δρόμο για το Τσερνίχιβ δέχτηκε πυρά. Η Αναστάζια πέθανε. Μαζί μ’ εκείνη έχασε τη ζωή του κι ένας συμμαθητής ενός καλού μου φίλου. Στις φωτογραφίες που είδα αργότερα, το κάποτε άσπρο πουλμανάκι ήταν στραβωμένο μες στη μέση του δρόμου, κατάμαυρο απ’ τη φωτιά, διάτρητο απ’ τα πυρά.

 

Τετάρτη 30 Μαρτίου / Στο κέντρο νεύρων της καταστροφής

Το δωμάτιο στο οποίο μεγάλωσα δεν αντιστοιχεί πια στη ζωή που κάνω και που εκτυλίσσεται έξω απ’ το παράθυρό μου. Κοιτάζω γύρω μου, μοιάζει με παιδικό δωμάτιο που το έχουν εγκαταλείψει πριν από πολύ καιρό. Και τώρα πρέπει να περάσω τη νύχτα πάλι εδώ. Ο χώρος μιλάει για την ειρήνη σαν να μιλάει για κάτι που ως «ενήλικος» δεν μπορείς να το παίρνεις πια στα σοβαρά. Στη βιβλιοθήκη υπάρχουν βιβλία στα ρωσικά, γερμανικά, ουκρανικά και αγγλικά, σου δίνει την εντύπωση ότι είναι από μια άλλη δεκαετία. Απ’ την αρχή του πολέμου σπανίως μπόρεσα ν’ ανοίξω ένα βιβλίο, και όποτε το έκανα, δεν διάβασα πάνω από δυο τρεις συνεχόμενες σελίδες.

Η λέξη «πόλεμος» παραμένει εν καιρώ πολέμου ακόμα λιγότερο κατανοητή απ’ ό,τι σε εποχές ειρήνης, όταν τη χρησιμοποιούμε αλλιώς. Αυτό που συμβαίνει τώρα γύρω μου, τα ακατάπαυστα πυρά και οι προειδοποιήσεις που ακούω, όλα αυτά πα’ να πει πόλεμος. Συγχρόνως αυτή η περιγραφή μοιάζει όντως να είναι ανούσια, γιατί στον πόλεμο καταρρέει η πραγματικότητα κατά μέρη, νησιά, κομμάτια. Δίπλα στο διαμέρισμα των γνωστών μου στο Κίεβο διαμερίσματα και σπίτια υφίστανται ζημιές. Στην πολυκατοικία τους σε πολλά παράθυρα λείπουν τα τζάμια, αφότου έσπασαν απ’ τα ωστικά κύματα. Είναι επικίνδυνο να πηγαίνεις στην περιοχή τους. Δεν βλέπεις μόνο χτυπημένα σπίτια και αυτοκίνητα, αλλά και νάρκες και εκρηκτικά υλικά είναι διάσπαρτα σε μικρά πάρκα. Στα σπίτια στη δική μου περιοχή αντιθέτως σπανίως έχει καταστραφεί κάτι τόσο πολύ, γνωρίζω μόνο δυο τρεις δρόμους που θα σε βάλουν σε κίνδυνο, αν περπατήσεις πάνω από 30 λεπτά.

Σκηνή στον δρόμο κοντά στην όπερα του Κιέβου Foto: Yevgenia Belorusets

Μια φίλη απ’ το Κίεβο απ’ την αρχή του πολέμου δεν κοιμάται καθόλου τις νύχτες, τα χτυπήματα είναι πολύ κοντά και εκείνη έχει την αίσθηση ότι το σπίτι της μπορεί ανά πάσα στιγμή να χτυπηθεί. Παθαίνει κρίσεις πανικού, πονάει η καρδιά της αλλά παραμένει στο Κίεβο και ιδιωτικά μοιράζει φάρμακα και είδη πρώτης ανάγκης. Εγώ αντιθέτως την ώρα του αντιαεροπορικού συναγερμού είμαι συχνά στον δρόμο και κάποια στιγμή τη νύχτα με παίρνει ο ύπνος.

Αυτός ο διαχωρισμός των εμπειριών δείχνει κι εδώ στο Κίεβο ότι ο πόλεμος και η καταστροφή διαθέτουν ένα τοπικό νευρικό σύστημα. Μου είναι δύσκολο να κατανοήσω τι συμβαίνει κάπου αλλού, πέρα απ’ τα σύνορα της δικής μου περιοχής, απ’ την οποία πολύ σπανίως φεύγω.

Το Λισιτσάνσκ είναι μια πόλη στα ανατολικά της Ουκρανίας, μια μικρή πόλη, που συνορεύει με το Σεβεροντονέσκ. Το Σεβεροντονέσκ, μετά την κατοχή του Λουχάνσκ, έγινε το νέο διοικητικό κέντρο όλης της περιφέρειας του Λουχάνσκ. Το Λισιτσάνσκ παρέμεινε μια σχεδόν αόρατη μικρή πόλη, που η ύπαρξή της συνδέεται ως επί το πλείστον με την ανθρακοβιομηχανία που αργοπεθαίνει. Πήγα σ’ αυτή την πόλη πολλές φορές τα προηγούμενα χρόνια, για να δουλέψω σε κάποιες σειρές φωτογραφιών των λατομείων της περιοχής. Στο μυαλό μου εκείνον τον τόπο τον αποκαλούσα «η πόλη της αλεπούς», γιατί η λέξη αλεπού (λισίτσα) ακούγεται ξεκάθαρα στο όνομα του τόπου αυτού.

Όταν ήμουν εκεί στον δρόμο, όλο το Λισιτσάνσκ έμοιαζε να φέρει το τραύμα του πολέμου του 2014-02015. Άκουγα ιστορίες για θαυμαστές διασώσεις, πολλοί άνθρωποι μου μιλούσαν με διαφορετικές παραλλαγές για μια εσωτερική φωνή, που τους βοήθησε μέσα στα πυρά να γλιτώσουν απ’ τον θάνατο.

Ο πόλεμος ήταν τρομερός και φόβισε την πόλη. Για τους κατοίκους του Λισιτσάνσκ που συνάντησα κάθε μορφή διαμαρτυρίας κατέστη αδιανόητη, αν και το δικαίωμα στη διαμαρτυρία είναι μέσα στον πολιτικό πολιτισμό της Ουκρανίας και έχει μια μακρά ιστορία με τους εργάτες στα ανθρακορυχεία. Έμενα στο μοναδικό ιδιωτικό ξενοδοχείο της πόλης και εκεί, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου βίωσα τον πρώτο μεγάλο μου φόβο για τα συστήματα Γκραντ και τους πυραύλους, και αυτό, ενώ είχα πάει ήδη σε πολλές πόλεις του Ντονμπάς.

Ήταν ένα βράδυ αργά το 2015. Μετά τη συζήτηση με την ρεσεψιονίστ, που μου έλεγε ότι σκέπαζε με το σώμα της την εγγονή της για κάποιες ώρες κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης, πήγα στο παράθυρο του δωματίου μου και άκουσα ένα μακρινό αλλά ξεκάθαρο ουρλιαχτό. Θύμιζε ένα μακρόσυρτο σφύριγμα του ανέμου με μεταλλική χροιά. Έμοιαζε να πλησιάζει. Η γυναίκα στη ρεσεψιόν μού εξήγησε ότι ήταν οι ήχοι των πυραύλων και ότι δεν μπορείς να κρυφτείς όταν έρχεται μια τέτοια επίθεση. Ένιωσα τότε μια τρομακτική, σχεδόν πανικόβλητη επιθυμία να φύγω αμέσως απ’ την πόλη. Τελικά μπόρεσα όντως να ηρεμήσω και πείσω τον εαυτό μου να συνεχίσω τις συνεντεύξεις.

Τώρα μαθαίνω ότι η πόλη της αλεπούς δέχεται πυρά. Νωρίς το πρωί χτύπησαν λυόμενα κτίσματα και κατέρρευσαν, σαν τραπουλόχαρτα. Κάτι συγκεκριμένο μαθαίνω για μια οικογένεια. Οι γονείς τραυματίστηκαν, αλλά θα ζήσουν. Δυο μικρά παιδιά τραυματίστηκαν τόσο βαριά, που κανείς δεν ξέρει πια αν μπορούν να τα σώσουν. Πιθανότατα πρέπει να τους ακρωτηριάσουν τα πόδια. Τα πυρά συνεχίζουν, ενώ γράφω αυτό το κείμενο.

Σχεδόν κανείς απ’ τους φίλους μου δεν πήγε ποτέ σ’ αυτή την πόλη, είναι ένας ερμητικά κλειστός κόσμος των ανθρακωρύχων και του πολιτισμού της καθημερινότητάς τους. Το timeline μου στο facebook σωπαίνει για τους βομβαρδισμούς στο Λισιτσάνσκ.

Μετά τις συνομιλίες με τη Ρωσία λέει, οι πολεμικές επιχειρήσεις θα επικεντρωθούν στην περιοχή του Ντονμπάς. Αυτό για μένα σημαίνει ότι θα δεχτούν επίθεση πόλεις στις οποίες δεν πήγαινε σχεδόν κανείς, για τις οποίες κανείς δεν ξέρει πολλά και οι οποίες υποφέρουν χρόνια τώρα από τον πόλεμο που άρχισε η Ρωσία.

 

Τρίτη, 29 Μαρτίου / Νησιά προσωρινής ηρεμίας

Αυτό το ημερολόγιο το άρχισα σχεδιάζοντας ότι δεν θα το γράφω για πάρα πολύ καιρό, γιατί ο πόλεμος, όπως υπέθετα, θα κρατούσε μόνο λίγες μέρες. «Δεν γίνεται», έλεγα, «να μη σταματήσει αμέσως ένας τέτοιος πόλεμος. Κανέναν δεν ωφελεί! Οι απώλειες είναι πολύ μεγαλύτερες απ’ όσο νομίζουμε». Οι απώλειες της Ουκρανίας, της Ρωσίας και ολόκληρου του κόσμου ήταν ήδη την πρώτη ημέρα τεράστιες, κάθε παραπάνω ώρα σου ’δινε την αίσθηση ότι είναι ανάρμοστη και περιττή.

Το σημαντικότερο είναι να μη γυρίζεις πίσω και να μη σκέφτεσαι ό,τι ζούμε αντίστροφα. Κάθε μέρα στον πόλεμο είναι σαν επικίνδυνη αρρώστια, απ’ την οποία πρέπει επειγόντως να θεραπευτούμε. Όταν ξυπνάω, κοιτάζω όλο περιέργεια τις ειδήσεις και περιμένω ότι κάτι θα αναβληθεί και επιτέλους θα αποκατασταθούν οι παλιές αξίες και θα αρχίσουν να ισχύουν και πάλι. Δεν γίνεται, σκέφτομαι, απλώς να παρακολουθεί ο κόσμος να εκτοπίζονται οι κάτοικοι της Μαριούπολης ή να σκοτώνονται μες στα καταφύγια· να εγκαταλείπονται μόνοι τους οι άνθρωποι στο Τσερνίχιβ για μέρες χωρίς ανεφοδιασμό τροφίμων· να υπάρχει τόσος πολύ θάνατος, βιασμοί, λεηλασίες και πάλι θάνατος.

Ενώ γίνονται οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας στην Κωνσταντινούπολη, άνθρωποι στο Κίεβο περιμένουν να λήξει ο αντιαεροπορικός συναγερμός. Foto: Yevgenia Belorusets

Η τρυφερότητα της ζωής διατηρείται στα νησιά προσωρινής ηρεμίας. Και αυτό μου φαίνεται σήμερα ότι είναι θρασύ, ανεξήγητο. Ακόμα και οι στρατιώτες, που προφανώς ήταν ήδη στο μέτωπο και που τους συναντώ στο κέντρο του Κιέβου, μοιάζουν να νιώθουν ακόμα μέσα τους παρά τα όπλα το επάγγελμα που έκαναν πριν. «Τι ήσαστε πριν τον πόλεμο;» ρωτάω και ακούω: Δικηγόρος, μηχανικός. Μετά με παρακαλούν, όταν τους έχω φωτογραφίσει, να σβήσω τις φωτογραφίες. Πάντα το κάνω. Μετά τον πόλεμο το αρχείο μου δεν θα έχει σχεδόν καμία φωτογραφία στρατιωτών ή χαλασμάτων.

Νωρίς το βράδυ στην οδό Χρεσάτικ συνάντησα μια ηλικιωμένη γυναίκα, που περπατούσε αργά αργά, γιατί η μικρή τσάντα της με τα ψώνια ήταν πολύ βαριά. Περπατήσαμε για λίγο προς την ίδια κατεύθυνση, τότε μου μίλησε: «Μάθατε για τις διαπραγματεύσεις;» με ρώτησε. Έτσι νηφάλια και γρήγορα που μιλούσε η ηλικιωμένη γυναίκα φαινόταν πολύ νεότερη, απ’ ό,τι έδειχνε η καμπουριασμένη στάση του σώματός της. Εννοούσε τις συνομιλίες μεταξύ των εκπροσώπων της Ρωσίας και της Ουκρανίας στην Τουρκία. «Πώς να τους πιστέψει κανείς; Λέτε να μπορούν να σωθούν ζωές; Μετά από μια διακοπή θα μας επιτεθούν και πάλι». Την τελευταία πρόταση την είπε τόσο απογοητευμένη, που διέκρινα συγχρόνως μια ελπίδα στη φωνή της. Ήταν από εκείνους που εξακολουθούν να είναι σίγουροι ότι ο πόλεμος είναι απίθανος και γρήγορα θα εξαφανιστεί, σαν όνειρο.

Η σημερινή ημέρα άρχισε με μια είδηση από το Μικολάιβ στα νότια της Ουκρανίας. Χτύπησαν το δημαρχείο, σ’ ένα σπίτι άνοιξε μια τεράστια τρύπα. Μια βολή ξέθαψε μέσα στον χώρο στο κέντρο των ενιαίων κτιρίων κάτι, λες και μια καταστρεπτική δύναμη έψαχνε για κάποιο όργανο, που θα μπορούσε να βάλει τέλος στη ζωή της πόλης. Γιατί διαδίδονται τόσο εύκολα τέτοιες φωτογραφίες; Μεταδίδουν κάτι απάνθρωπο, μια έκταση της καταστροφής που δείχνει τι συμβαίνει, και με τις διαστάσεις της αφαίρεσης κάνει ξεκάθαρο τον ξένο πόνο. Το βράδυ πια εξακριβώθηκε ότι μέχρι τώρα δώδεκα άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους σ’ εκείνα τα συντρίμμια.

Μετά το τέλος των διαπραγματεύσεων ένιωσα για πολύ λίγο μια ευφορία. Σκέφτηκα ότι είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, κάποιες πόλεις θα είναι τώρα πιο ασφαλείς, το Κίεβο επίσης. Αυτό σημαίνει ότι θα σωθούν περισσότερες ζωές.

Όσο γίνονταν οι διαπραγματεύσεις, άκουγες συνέχεια τον αντιαεροπορικό συναγερμό. Στον δρόμο είδα καθώς περπατούσα ομάδες ανθρώπων, που δεν τολμούσαν να φύγουν απ’ τα μαγαζιά όπου ψώνιζαν. Περίμεναν μέχρι να σταματήσει ο συναγερμός.

Γράφω και ακούω τις σειρήνες να ουρλιάζουν.

Προχτές συνάντησα μια ηλικιωμένη γυναίκα που οργάνωσε και κάνει κάτι αρκετά εξωτικό στο Κίεβο: μοντέρνο θέατρο. Ανέπνεε βαριά, περπατούσε πίσω μου και μου μιλούσε, γιατί είχα γυρίσει πολλές φορές προς το μέρος της. Κάθε μέρα πάει με τα πόδια πέντε χιλιόμετρα, για να ταΐσει κάπου που γίνονται έργα κάποια ζώα, των οποίων οι ιδιοκτήτες έφυγαν απ’ την πόλη. Είναι πολλά σκυλιά και γατιά, που κρύβονται σ’ ένα μέρος. Τα εγκατέλειψαν μες στον πανικό και τη βιασύνη στο Κίεβο και τώρα αυτά περιμένουν τους ανθρώπους με τους οποίους ζούσαν και οι οποίοι τους έχουν λείψει.

Η γυναίκα μού έλεγε ότι στην αρχή του πολέμου είδε ένα αυτοκίνητο να φεύγει φορτωμένο με βαλίτσες και τσάντες και ένα σκυλί να μένει πίσω. Ένα αγόρι έκλαιγε και παρακαλούσε τη μητέρα του να πάρουν μαζί τους το ζώο. Εκείνη όμως αυστηρά είπε όχι. Το σκυλί, που είχε χρυσό τρίχωμα, έτρεχε για πολύ δίπλα στ’ αυτοκίνητο, για να το φτάσει. Αφού είδε αυτή τη σκηνή η γυναίκα, αποφάσισε να πηγαίνει τροφή στα αδέσποτα ζώα του Κιέβου.

Το βράδυ, όταν πήγαινα σπίτι μου, συνάντησα μια γυναίκα ωραία ντυμένη, που είχε μαζί της πέντε σκυλιά και τους μιλούσε αστεία. Μου εξήγησε ότι εκείνα τα σκυλιά και δυο γάτες, που την περιμένουν στο σπίτι της, είναι ο μοναδικός λόγος, για τον οποίο δεν έχει φύγει απ’ το Κίεβο. Δεν είναι εύκολο να ταξιδεύεις με μια τόσο τεράστια παρέα, είπε. Φαινόταν ευτυχισμένη.

 

Δευτέρα, 28 Μαρτίου / Ατελείωτοι κανονιοβολισμοί

Από την προηγούμενη καταγραφή μου έχει περάσει μια αιωνιότητα. Έτσι μου φαίνεται εμένα τουλάχιστον. Βέβαια έχασα μόνο μια μέρα, αλλά έχω την αίσθηση ότι τα γερμανικά μου τα έχασα και δεν μπορώ να συνηθίσω πια να εκφράζω τις σκέψεις μου σ’ αυτή τη γλώσσα. Ρωσικά, ουκρανικά και αγγλικά μπερδεύονται στη φωνή μέσα μου, όταν σκέφτομαι κάτι.

Ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα κάποιες φορές, ενώ οι μέρες και οι ώρες διαφέρουν τρελά μεταξύ τους. Μια αίσθηση ασφάλειας γεννιέται υπό τη συνοδεία πυρών και γίνεται ανυπόφορη. Η ασφάλεια μοιάζει να φτιάχνεται από ψεύτικα υλικά.

Μια καλλιτέχνις, γνωστή ενός καλού μου φίλου, ζει στην άκρη του Κιέβου. Λέει ότι στα δάση στην άκρη της πόλης τα πυρά ακούγονται πολύ πιο δυνατά απ’ ό,τι εδώ στο κέντρο. Μοιάζει λες και δίνονται ανάμεσα στα δέντρα οι μάχες, λες κι έχει πάει για κυνήγι κάποιος και πυροβολεί κάποιον άλλον. Η καλλιτέχνις αναλογιζόταν όλα αυτά τα ηχητικά μηνύματα που έρχονται απ’ όλες τις πλευρές και σκέφτηκε μια δράση: Ξάπλωσε κάτω στο έδαφος σ’ ένα μονοπάτι μες στο δάσος και αποφάσισε να αποδεχτεί τον θάνατό της. Ο φίλος μου λέει ότι αυτή η δράση θα μπορούσε να έχει κάτι απελευθερωτικό.

Μια γυναίκα μόνη της έχει ακουμπήσει σ’ ένα δέντρο στο άδειο πάρκο ενώ χτυπάει αντιαεροπορικός συναγερμός Foto: Yevgenia Belorusets

Αύριο θα γίνουν και πάλι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη. Μπορεί γι’ αυτό να δεχόταν πυρά το Κίεβο όλη την ημέρα. Από νωρίς το πρωί άκουγα ατελείωτους κανονιοβολισμούς, που έφτιαχναν μια σύνθεση πυρών. Η μητέρα μου πέρασε απ’ το σπίτι μου, πήγαμε περίπατο. Λέγαμε η μια στην άλλη αστείες ιστορίες και φανταζόμασταν ότι όλοι οι ήχοι των εκρήξεων προέρχονταν από την αεράμυνά μας, που προστατεύει την πόλη. Μετά όμως ακούσαμε ένα μακρόσυρτο, βαθύ και συνεχές μπουμπουνητό. Στον ουρανό σχηματίστηκε μια άσπρη γραμμή, που έμοιαζε με ίχνος κάποιου αεροπλάνου, αλλά συγχρόνως ήταν μικρή και τεθλασμένη. Ήταν το ίχνος ενός πυραύλου. Ακούσαμε την έκρηξη.

Οι ειδήσεις δεν έλεγαν τίποτα ακόμα και μια ώρα μετά το χτύπημα. Εδώ και κάποιες μέρες οι ειδήσεις για τις επιθέσεις και τις βολές που βρίσκουν τον στόχο τους καθυστερούν όλο και περισσότερο. Είναι σημαντικό να μη δίνουμε στον εχθρό στοιχεία για το αν είχαμε τραυματίες. Μια παρενέργεια αυτού του πράγματος είναι να μη ξέρεις πια πού βρίσκεσαι. Πού και πότε αρχίζει η φευγαλέα μόνο ασφάλεια, και πού σταματάει; Μένουν οι ειδήσεις στο Telegram: «Πολλοί κάτοικοι του Κιέβου αναφέρουν εκρήξεις. Δεν θέλουμε όμως να γράψουμε κάτι πιο συγκεκριμένο γι’ αυτές τώρα», λέει εκεί.

Στις συζητήσεις στην πόλη μαθαίνεις πιο πολλά. Στο κιόσκι, όπου υπάρχει ένας απ’ τους καλύτερους εσπρέσο στο Κίεβο (και όχι μόνο), δουλεύει ένας νεαρός μπαρίστα, ο οποίος μου εκμυστηρεύτηκε ότι σε απόσταση μόνο 15 λεπτών με τα πόδια απ’ το σπίτι του χτυπήθηκαν πολυκατοικίες. Αυτό μου το είπε μ’ έναν τόνο που παίρνει κανείς, για να μιλήσει με ελαφρά ειρωνεία για τον άσχημο καιρό.

Μια καλή μου φίλη και υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι τώρα στο Τσερνιβτσί στα νοτιοδυτικά της Ουκρανίας, εκεί πήγε επιτέλους και ο φίλος της, που έφυγε με τα πόδια από τη Μαριούπολη για να σωθεί. Οι κάτοικοι της Μαριούπολης συνέχεια προσπαθούν να εγκαταλείψουν την πόλη χωρίς αυτοκίνητο, παίρνοντας μόνο τα απαραίτητα μαζί τους, και να πάνε στο Μπέρντιανσκ, όπου θα τους παραλάβουν. Συχνά φτάνουν ειδήσεις ότι αυτούς τους πεζούς στον δρόμο τους σκοτώνουν. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορείς να μαθαίνεις κάτι τέτοιο και να μην κάνεις αμέσως κάτι δραστικό, για να σταματήσεις αυτό το έγκλημα. Μια συλλογική ψύχωση διατρέχει τώρα τα ρωσικά μέσα, σε συνδυασμό με μια προφανή απόλαυση της ατιμωρησίας και της ικανότητας να φοβίζουν τις ισχυρότερες χώρες.

Με ξύπνησε ένα τηλεφώνημα. Μια νεαρή γυναίκα, που το 2014 ήταν σχεδόν παιδί, από εκείνη τη χρονιά είναι στην προσφυγιά. Έκλαιγε στο τηλέφωνο και έλεγε ότι τη νέα της πατρίδα, την πόλη Σλοβιάνσκ στα ανατολικά της Ουκρανίας, την αγαπάει πολύ και ποτέ δεν θα την εγκατέλειπε. Πήρε το τηλέφωνό μου από γνωστούς, για να με ρωτήσει για πιθανούς δρόμους διαφυγής. Άκουγα την εύθραυστη, ψιλή φωνή της και ένιωθα πόσο αταίριαστη είναι αυτή η φωνή με την αεράμυνα και τους ήχους των πυρών, που έφταναν απ’ το φόντο της καθημερινότητάς μου, υπόκωφοι μέσ’ απ’ τα παράθυρα που τα ’χω κλείσει καλά.

 

Σάββατο, 26 Μαρτίου / Μια χαραμάδα στο παράθυρο

Το βράδυ δεν μπορούσα να κλείσω πια το παράθυρο της κουζίνας μου. Ένα κρυφό μεταλλικό στοιχείο δεν λειτουργούσε πια, και το παράθυρο δεν έκλεινε εντελώς. Έμενε μια χαραμάδα, ακουγόταν έξω αν φυσάει ο αέρας, και φοβόμουν ότι αν αρχίσει πάλι να καίγεται κάτι εδώ γύρω, το διαμέρισμά μου θα είναι εκτεθειμένο στον καπνό. Ήταν ήδη βράδυ και ήθελα να συσκοτίσω τα παράθυρα. Πήρα χοντρά σκεπάσματα, και με τόσο φιλικά και οικεία σκεπάσματα, που κρέμονταν στα παράθυρα, η κουζίνα μου γίνεται ένας ασφαλής τόπος, όπου μπορώ να περάσω το βράδυ. Τα τζάμια ήταν συσκοτισμένα, το φως σχεδόν σβηστό, αλλά απ’ τη χαραμάδα έμπαινε ακόμα αέρας. Αποφάσισα να τηλεφωνήσω στον γείτονά μου τον Αντρέι, έναν γιατρό, για να ζητήσω τη βοήθειά του. Εκείνη την ώρα όμως ήταν στο καταφύγιό μας, όπου περνάει σχεδόν κάθε νύχτα και προσφέρει ιατρική βοήθεια σε όσους μένουν εκεί κάτω. Το τηλεφώνημά μας με καθησύχασε λίγο, αν και ήταν και κάπως παράλογο.

Νόμιζα ότι είχα βγάλει πολλές φωτογραφίες σήμερα, αλλά όταν κοίταξα το αρχείο, κατάλαβα πόσο λίγες ήταν. Foto: Yevgenia Belorusets

«Μην ανησυχείς», είπε. «Οι αποθήκες πετρελαίου δεν καίγονται πια και θα βρέξει. Χάρη σ’ αυτή τη χαραμάδα θα αεριστεί επιτέλους το διαμέρισμά σου τη νύχτα!»

«Τι λες, πότε θα τελειώσει όλο αυτό;» τον ρώτησα. Ήταν η συνηθισμένη ρητορική ερώτηση.

«Είναι ξεκάθαρο πάντως: Σύντομα δεν θα μπορούν να κάνουν κάτι. Θα τους διώξουμε».

«Άκουσα ότι χτύπησαν τη Μπογιάρκα. Τι κάνει η μητέρα σου;» Η μητέρα του ζει σ’ εκείνο το μέρος, λίγο έξω απ’ το Κίεβο.

Ένα κομμάτι από έναν πύραυλο έπεσε κοντά στο σπίτι της. Αλλά είναι καλά». Στις φωτογραφίες της περιοχής που μπόρεσα να βρω οι επιπτώσεις αυτών των επιθέσεων έμοιαζαν λες και κάποιος έκοψε ένα κομμάτι από τον τοίχο κάποιου σπιτιού με μια δαγκωνιά, όπως από ένα μήλο. Θα μπορούσε να είναι η εφιαλτική εικονογράφηση για εκείνο το σημείο στα παραμύθια των Γκριμ, που είναι το σπίτι από ζαχαρωτά. «Μπορείς να φανταστείς ότι στη Μπογιάρκα γυρίζουν κατά μικρές ομάδες και πυροβολούν τα τρένα με τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονται στη δουλειά τους;», ρώτησε. «Μ’ αυτό ασχολούνται τώρα οι ομάδες των σαμποτέρ».

«Μα, δεν το λένε στις ειδήσεις αυτό», του είπα εγώ.

«Δεν γράφουν ακόμα γι’ αυτό, αλλά οι συγγενείς μου απ’ τη Μπογιάρκα το λένε».

Άλλοι συγγενείς του Αντρέι ζουν στα κατεχόμενα τώρα χωριά κοντά στο Τσερνίχιβ. Του λέγανε ότι οι Ρώσοι στρατιώτες κάνουν επιθέσεις σε σπίτια και μαγαζιά και κάνουν πλιάτσικο ψάχνοντας αλκοόλ. Τους βλέπουν συχνά πολύ μεθυσμένους στους δρόμους. Μαζεύονται για να αρχίσουν να πυροβολούν πολυκατοικίες ή λεωφορεία. Πυροβολούν τα τρένα που συνδέουν τις μικρές πόλεις.

Μπαίνουν συνέχεια στα διαμερίσματα και τα σπίτια των κατοίκων των χωριών, τους μιλάνε, και μετά φαίνεται συχνά ξεκάθαρα ότι οι κατακτητές δεν ξέρουν τίποτα συγκεκριμένο για την πορεία του πολέμου. Τα smarthophones τους τους τα έχουν πάρει. Ρώσοι στρατιώτες πιστεύουν ότι το Κίεβο είναι ήδη το μισό υπό κατοχή, ότι η Οδησσός είναι μάλλον καιρό τώρα υπό ρωσικό έλεγχο και ότι υπάρχουν πολλές ακόμα επιτυχίες στο μέτωπο. Ρωτάνε για τις περιοχές και χρησιμοποιούν ξεπερασμένους χάρτες του 2015, όπου πολλές περιοχές είχαν άλλα ονόματα. Μετά οι κατακτητές προσπαθούν συνέχεια να πάρουν απ’ τους συγγενείς του Αντρέι και τους άλλους κατοίκους του χωριού τα κινητά τους τηλέφωνα. Το κάνουν για να αποκόψουν τους ανθρώπους από τον έξω κόσμο, και ίσως και για να έχουν οι ίδιοι πρόσβαση σε πληροφορίες.

«Αυτός ο πόλεμος θα συνεχιστεί στη Δυτική Ουκρανία και μάλλον και στην Πολωνία».

Ο Αντρέι ακουγόταν ζωηρός και ειρωνικός, οι συγγενείς του συνέχεια του τηλεφωνούν και του λένε τα πάντα που συμβαίνουν στο χωριό τους.

Το παράθυρο το ξέχασα. Το θυμήθηκα πάλι πια όταν άκουσα τη νύχτα τον αντιαεροπορικό συναγερμό και τον μανιασμένο αέρα, που φέρνει στο διαμέρισμά μου ήχους ακόμα και από πολύ μακρινές εκρήξεις.

Νόμιζα ότι είχα βγάλει πολλές φωτογραφίες σήμερα, αλλά όταν κοίταξα το αρχείο, κατάλαβα πόσο λίγες ήταν. Ήμουν σε μια απ’ τις μεγαλύτερες υπόγειες διαβάσεις του Κιέβου, στο κέντρο στην οδό Χρεσάτικ, όπου έζησα ένα μέρος των παιδικών μου χρόνων. Όλες οι έξοδοι φυλάσσονταν και η υπόγεια διάβαση, που πάντα ήταν γεμάτη με μικρομάγαζα και βιαστικούς ανθρώπους, ήταν άδεια και είχε μέσα της τους ήχους του πολέμου, όπως έχει το κοχύλι το βουητό της θάλασσας. Με τρεμάμενα χέρια άρχισα να βιντεοσκοπώ ένα σημείο στην υπόγεια διάβαση. Σκεφτόμουν ότι ένα τόσο μικρό βίντεο μπορεί να πει πολλά για τα γεγονότα στη χώρα. Φοβόμουν όμως ότι τη βιντεοσκόπηση μπορεί κάποιος να την παρεξηγούσε και μετρούσα κάθε δευτερόλεπτο.

Ήθελα να συνεχίσω να γράψω για την Ιρίνα απ’ το Χιρσκέ, μια γνωστή από μια μικρή πόλη στα ανατολικά της χώρας, με την οποία άρχισα να μιλάω χτες. Αλλά δεν βρίσκω τις λέξεις να το κάνω. Η συμπεθέρα της ζούσε με τον άντρα της στη Μαριούπολη, απέναντι από το Δραματικό Θέατρο, μάζευε παλιές πορσελάνες, πολύτιμους λίθους και κοσμήματα.

Η γυναίκα του γιου της εργαζόταν ως γιατρός στο νοσοκομείο στο μαιευτήριο που χτυπήθηκε. Γι’ αυτό το χτύπημα μιλούσαν σ’ όλο τον κόσμο. Μια από τις εγκύους που παρακολουθούσε πέθανε. Οι γονείς της γιατρού έμεναν στη Μαριούπολη, απέναντι από το Δραματικό Θέατρο, η μητέρας της μάζευε παλιές πορσελάνες, πολύτιμους λίθους και κοσμήματα. Μερικές ημέρες αργότερα, μετά το χτύπημα της κλινικής έπεσαν βόμβες και στο υπόγειο, όπου κρυβόταν η μητέρα της. Σχεδόν όλοι όσοι ήταν σ’ εκείνο το υπόγειο έχασαν τη ζωή τους, και η μητέρα της. Ο πατέρας της επέζησε και θέλει να φύγει από τη Μαριούπολη όταν θα έχει πια θάψει τη γυναίκα του. Αλλά το χτύπημα ήταν τόσο ισχυρό που δεν είναι δυνατόν να γίνει ταφή. Απ’ την αγάπη μιας γυναίκας για την πορσελάνη, από τις αναμνήσεις της, δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα, μόνο μια ιστορία που ουσιαστικά δεν εξιστορείται.

Αυτό που συμβαίνει τώρα στην Ουκρανία, αυτό που ζούμε όλοι μας, θα στιγματίσει την ύπαρξή μας για πάντα. Αλλά όχι μόνο τη δική μας. Πρέπει να βρούμε το θάρρος να σταματήσουμε τον εισβολέα. Ο κόσμος δεν θα συγχωρήσει ποτέ τον εαυτό του γι’ αυτά τα εγκλήματα.

 

Παρασκευή, 25 Μαρτίου

Στόχος της ημέρας: Τα εισιτήρια του τρένου για σήμερα, που τ’ αγόρασα για την οικογένεια και για συγγενείς μας, να τα επιστρέψω στον σταθμό, για να μπορέσουν να τα χρησιμοποιήσουν άλλοι. Η επιστροφή online δεν λειτουργεί τώρα.

Ξεκίνημα της ημέρας: μια σύντομη και εν μέρει ειρωνική συνομιλία με μια παιδοψυχολόγο, την Ιρίνα, που μένει στη μικρή πόλη Χιρσκέ, κοντά στο Λισικάνσκ και το Ρουμπίζνε, τα οποία βάλλονται καθημερινά με πυρά του πυροβολικού και πυραύλους. Οι ειδήσεις έλεγαν ότι στο Ρουμπίζνε προχτές χρησιμοποιήθηκαν βόμβες φωσφόρου, σε μια απ’ τις μικρές πόλεις στην περιφέρεια του Λουχάνσκ, που εδώ και χρόνια σπάνια τις επισκέπτονταν δημοσιογράφοι. Παρ’ όλ’ αυτά η Ιρίνα παραμένει σ’ εκείνον τον τόπο, γιατί έχουν παραμείνει και μαθητές, μικρά παιδιά και γέροι άνθρωποι, που τους επισκέπτεται καθημερινά και τους στηρίζει. Η συνομιλία μας διακόπηκε, επειδή εγώ ήθελα να πάω στον σταθμό και η Ιρίνα έπρεπε να πάει να πάρει τα φάρμακα που της έστειλαν από μια άλλη πόλη. Ούτε φαρμακείο, ούτε ΑΤΜ λειτουργεί πια στο Χιρσκέ. Θα συνεχίσουμε τη συζήτησή μας αύριο.

Συνάντησα σήμερα τον Τιμοφέι, 14 χρονών, που έχει παραμείνει με την οικογένειά του στο Κίεβο και σχεδόν καθημερινά παίζει ποδόσφαιρο στους άδειους δρόμους μ’ έναν φίλο του. Foto: Yevgenia Belorusets

Όταν άκουγα την Ιρίνα, μου φαινόταν τρομακτικό να μένεις σ’ ένα τέτοιο μέρος. Ακόμα πιο δύσκολο μου ήταν να φανταστώ ότι ζουν ακόμα εκεί παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένοι άνθρωποι. Η Ιρίνα είπε ότι το σχολείο, όπου εργάζεται ως ψυχολόγος και καθηγήτρια καλλιτεχνικών, χτυπήθηκε σήμερα το πρωί από πυραύλους.

Μπορεί φίλοι μου εκτός Ουκρανίας να δυσκολεύονται εξίσου να φανταστούν ότι είμαστε ακόμα στο Κίεβο εμείς. Τι σημαίνει γενικά να εκτίθεται κανείς σε έναν κίνδυνο, έστω και σχετικό μόνο; Απέξω, αν το δει κανείς χωρίς καμία φιλική διάθεση, μπορεί να εκληφθεί καμιά φορά και σαν πόζα, που δείχνει σύγχυση και αναποφασιστικότητα.

Αυτή τη σύγχυση εκμεταλλεύτηκε η Ρωσία το 2014, για να παρουσιάσει τους ανθρώπους στις κατεχόμενες περιοχές του Ντονμπάς, που δεν έφυγαν μετά τον πόλεμο, ως Ρωσόφιλους. Ο κίνδυνος και η παντελής έλλειψη πρόσβασης εκεί λειτούργησαν τότε σαν ασπίδα, που οδήγησε στο γεγονός να λέγονται στα μέσα όλα τα πιθανά και τα απίθανα γι’ αυτές τις περιοχές.

Οι συγγενείς μου θέλουν να φύγουν απ’ το Κίεβο, είχαμε ήδη σχεδιάσει το ταξίδι αναχώρησης. Αλλά όταν πλησίαζε άσπλαχνα η μέρα της αναχώρησης, άκουγα όλο και περισσότερα παράπονα και ενστάσεις.

Εδώ στο Κίεβο, όταν συναντάς καθημερινά φίλους, γνωστούς και ξένους, και βοηθάς τον έναν και τον άλλον, μπορείς ακόμα να ζήσεις κάπως με τα γεγονότα και τις ειδήσεις, που ουσιαστικά δεν αντέχονται. Η έλλειψη ησυχίας των ημερών και ο συνεχής αντιαεροπορικός συναγερμός δομούν τον χρόνο και μπλέκονται γερά με τον χείμαρρο των σκέψεών σου, που πάντα προσπαθεί να επιλέξει κάτι επώδυνο, για να μείνει στάσιμος σ’ εκείνη τη στιγμή πόνου όπως σε μια στάση λεωφορείου.

Η μητέρα μου μου έλεγε σήμερα ότι από την αρχή του πολέμου δεν έχει κλάψει ποτέ. Και ο πατέρας μου έβαλε σχεδόν τα κλάματα όταν έμαθε ότι στις 20 Μαρτίου σε μια μικρή πόλη, την Κρεμίνα, που βρίσκεται κάπως βόρεια απ’ το Χιρσκέ επίσης στην περιφέρεια του Λουχάνσκ, 56 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.

Άκουγα τη μητέρα μου και κατάλαβα ότι μου ξέφυγε αυτή η αδιανόητη είδηση, και αισθάνθηκα άσχημα. Ένιωσα οργή και ήθελα να βάλω τα κλάματα. Συγχρόνως δεν μπορούσα να συλλάβω καν αυτή την είδηση. Μπροστά στα μάτια μου έβλεπα το πρόσωπο του πατέρα μου και τον φανταζόμουν να διαβάζει αυτή την είδηση, και μόνο μέσω αυτής της εικόνας μπόρεσα να αισθανθώ κάτι να με καίει και να με βαραίνει.

Αποφασίσαμε να αναβάλουμε την αναχώρησή μας για λίγες ημέρες, και ίσως να προετοιμαστούμε κάπως καλύτερα αυτή τη φορά. Είπαμε ότι θα επιστρέψουμε στο Κίεβο όσο το δυνατόν πιο σύντομα.
Στον δρόμο της επιστροφής απ’ τον σταθμό η μητέρα μου κι εγώ συναντήσαμε δυο ανθρώπους του στρατού, που κάθονταν έξω από ένα μπακάλικο και έπιναν καφέ. Μας έδειξαν μια φωτογραφία, όπου ένα αγόρι, που ήταν μόλις 14 χρονών, πόζαρε ένστολο δίπλα σε στρατιώτες.

«Θα πάμε σήμερα στις θέσεις μας, για να τον παραλάβουμε», εξήγησε ένας απ’ τους στρατιώτες. «Είναι πάρα πολύ μικρός, ακολουθεί όμως τον πατέρα του και θέλει να πολεμά μαζί του δίπλα δίπλα. Ο πατέρας του κι αυτός προφανώς έχουν χάσει τα πάντα, το σπίτι, την οικογένειά τους, και τώρα μόνο να πολεμάει θέλει. Είναι κατανοητό αυτό, αλλά δεν θα το επιτρέψουμε». Προφανώς δεν ήταν υπερήφανοι μόνο για την αποστολή τους, αλλά και για την αποφασιστικότητα εκείνου του αγοριού. Εν τω μεταξύ χαμογελούσαν κιόλας κάπως τρυφερά και είχαν καλή διάθεση, που μας τη μετέδωσαν κι εμάς.

 

Πέμπτη, 24 Μαρτίου / Η μυρωδιά από δάση που καίγονται

Ένα μικρό κορίτσι με κοίταξε φιλικά. Συγχρόνως ζωγράφιζε μ’ ένα κομμάτι κιμωλία την πλάτη σ’ ένα ξύλινο παγκάκι. Προσπάθησε να μου πει κάτι, αλλά το διέκοψε ο παππούς του, που έδειχνε θυμωμένος. «Ακούστε», μου είπε με κάπως αγενές ύφος, «είπα στην κόρη μου: Ν’ αγοράσουμε το διαμέρισμα στο Κίεβο. Εκείνη όμως έλεγε: Κανείς δεν θέλει να μείνει στο Κίεβο, μ’ αυτόν τον βαρύ αέρα της μεγαλούπολης! Θα ’πρεπε ν’ αγοράσουμε ένα όμορφο διαμέρισμα έξω απ’ το Κίεβο, στην Μπούτσα, μέσα στα πράσινα δέντρα. Σαν ηλίθιος άνθρωπος που είμαι συμφώνησα εγώ!» Με κοίταζε επιτιμητικά, λες κι ήμουν εγώ εκείνη που τον είχε πείσει ν’ αγοράσει διαμέρισμα σ’ ένα όμορφο προάστιο, που τώρα πνιγόταν απ’ τα πυρά, τους πυραύλους και τα βλήματα όλμων.

Δεν ήθελα καν να του μιλήσω, αλλά με φώναξε και μου ζήτησε να τον πλησιάσω. Ήταν ήδη βράδυ, σε λίγο θ’ άρχιζε η απαγόρευση κυκλοφορίας. Το μικρό πάρκο μπροστά απ’ το οποίο περνούσα ήταν έρημο και σου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση.

Ο αντιαεροπορικός συναγερμός είχε λήξει και σκέφτηκα ότι είχα κάποια λεπτά για μια μικρή κουβέντα. Μετά θυμήθηκα ότι είχε αναφέρει την «Μπούτσα», και αυθόρμητα αποφάσισα να περάσω με τους δυο τους όσο χρόνο ήθελαν. Το κορίτσι, που ήταν γύρω στα έξι, μου είπε με σοβαρή φωνή: «Δυο εβδομάδες μέναμε στο υπόγειο! Ήμασταν 21 μεγάλοι και επτά παιδιά».

Συνάντησα έναν ηλικιωμένο άντρα με την εγγονή του. Το κορίτσι, γύρω στα έξι, μου είπε με σοβαρή φωνή: «Δυο εβδομάδες μέναμε στο υπόγειο! Ήμασταν 21 μεγάλοι και επτά παιδιά». Foto: Yevgenia Belorusets

Ο παππούς φαινόταν να είναι μουτρωμένος ακόμα μαζί μου: «Εγώ είμαι από μια πόλη, όπου οι περισσότεροι μιλάνε ρωσικά, από το Ντνίπρο. Αλλά ένα μέρος της οικογένειάς μας μένει εδώ στην Μπούτσα και στο Κίεβο. Δυο εβδομάδες στο υπόγειο μόνο με νερό, λίγο φαΐ, σχεδόν καθόλου θέρμανση και σπάνια ηλεκτρικό! Ακατάπαυστα πυρά, ιδιαίτερα όταν προσπαθούσαμε να πάρουμε έξω λίγο αέρα. Και μετά μας βρήκαν! Ήρθαν οι Ρώσοι στο υπόγειο και μας εξήγησαν – ψέματα, μας γάβγισαν ότι ήρθαν, για να μας αποναζιστικοποιήσουν. Αν δεν ήμουν 70 χρονών, τους απάντησα, θα σας πετούσα έξω και δεν θα μιλούσα μαζί σας! Ούτε δευτερόλεπτο δεν θα μιλούσα! Αλλά τώρα είμαι με την εγγονή μου εδώ. – Ήθελαν να μας εξαναγκάσουν να φύγουμε απ’ το υπόγειο».

Συνέχισε να μου διηγείται, αλλά το νήμα της ιστορίας είχε χαθεί. Στο τέλος εξοργίστηκε τόσο πολύ που μου είπε: «Εκεί θα έπρεπε να πάτε. Στην Μπούτσα! Αν ήσασταν εκεί, δεν θα με κοιτάζατε έτσι, θα τα καταλαβαίνατε όλα. Και εδώ, στο Κίεβο, τίποτα δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμα!»

Είναι βράδυ, κάθομαι στο δωμάτιό μου. Ο αέρας σιγά σιγά γεμίζει με μια ελαφριά μυρωδιά καμένου. Κάπου μακριά, στη δεξιά όχθη του Δνείπερου, καίγονται τα δάση μετά από ένα ισχυρό χτύπημα με πυραύλους. Δυο μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα λένε ότι χτυπήθηκαν. Δεν είναι σαφές πόσα είναι τα θύματα.

Ο φίλος που είχα έφηβη έχασε σήμερα το σπίτι της οικογένειάς του. Πριν από μιάμιση εβδομάδα έβγαλε από εκείνο το σπίτι βιαστικά και με μεγάλες δυσκολίες τον θείο του, που αντιστεκόταν, γιατί δεν ήθελε με τίποτα να φύγει. Παλιά είχα πάει πολλές φορές σ’ εκείνο το σπίτι. Προσπάθησα ν’ ανακαλέσω στη μνήμη μου τα δωμάτια, και έφερα στο μυαλό μου ένα παραδοσιακό καθιστικό ενός μικρού ιδιωτικού σπιτιού με χαμηλό ταβάνι, ένα γυαλιστερό σύνθετο με παλιές φωτογραφίες σ’ ένα ράφι πίσω από μια βιτρίνα και το γεύμα που μας είχε ετοιμάσει η γιαγιά του φίλου μου. Η ανάμνηση αυτή δεν φαίνεται να συνοδεύεται από κανένα συναίσθημα.

Μπορεί να βρέξει τη νύχτα, έτσι θα φύγει πιο γρήγορα και ο καπνός. Τώρα πρέπει απλώς να πίνουμε πολύ νερό. Αυτό προτείνεται στο Telegram, όπου υπάρχουν φωτογραφίες από πυρκαγιές.

Ο θλιμμένος πωλητής στο σπίτι μου μου θύμισε ότι ο πόλεμος άρχισε ακριβώς πριν από έναν μήνα, στις 24 Φεβρουαρίου. Μετά αποφασίσαμε κι οι δυο ότι δεν θα συγκρατούμε πια τέτοιες ημερομηνίες. Το μικρό κορίτσι που συνάντησα με τον παππού του μπορεί να είχε πολύ περισσότερα να πει. Είναι καλό να σε παίρνει ο ύπνος και να ξέρεις ότι εκείνοι οι δύο σώθηκαν, ότι με φώναξαν και μου είπαν την ιστορία τους, για να ρωτήσουν στο τέλος πού μπορούν ν’ αγοράσουν μπλου τζιν στο Κίεβο. Δεν είχαν πάρει μαζί τους ρούχα για ν’ αλλάζουν. Στο Κίεβο σιγά σιγά ανοίγουν πάλι τα μαγαζιά. Σίγουρα κάτι θα μπορέσουν ν’ αγοράσουν σύντομα.

 

Τετάρτη, 23 Μαρτίου / Κίνδυνος τραυματισμού

Σήμερα είναι μέρα αντιφάσεων, λες και πολεμούν μεταξύ τους διαφορετικές πραγματικότητες. Ξύπνησα και είδα έξω άσπρο καπνό, ο αέρας μύριζε καμένο. Ο αντιαεροπορικός συναγερμός ήταν ενεργός, συγχρόνως υπήρχε η οδηγία: «Μην πλησιάζετε τα παράθυρα! Υπάρχει κίνδυνος τραυματισμού!»

Αλλά ήδη μερικές ώρες αργότερα, κατά το μεσημέρι, ο αέρας καθάρισε πάλι. Έπρεπε ν’ αγοράσω κάτι και ήθελα οπωσδήποτε να βγω απ’ το σπίτι μετά το μεγάλο lockdown. Αλλά όταν επιτέλους έφυγα απ’ το διαμέρισμά μου, οι σειρήνες άρχισαν πάλι να ουρλιάζουν. Ήθελα ήδη να γυρίσω πίσω, αλλά μετά είδα δυο νεαρά άτομα σ’ ένα παγκάκι, που συζητούσαν ειρηνικά, λες και δεν είχε χτυπήσει συναγερμός.

Ήταν δυο φοιτητές, ο Νικολάι και η Σόνια, η Σόνια είπε ότι σπούδαζε νομικά και έμεινε στο Κίεβο σχεδόν τυχαία. Δυο φορές σχεδίαζε να φύγει, κάθε φορά για διαφορετικούς λόγους δεν έγινε. Τώρα προσπαθούν κι οι δυο να βρίσκονται κάπου κοντά στα γειτονικά τους σπίτια και, όταν θα έχουν χρόνο να σπουδάσουν μόνοι τους. Δεν θέλουν να παρακολουθούν μάθημα, γιατί λένε ότι είναι αδιανόητο κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Το μάθημα είναι, λένε, μια οργανωμένη μετάδοση γνώσεων, μια δουλειά που είναι δομημένη από άλλους. Αυτό δεν έχει κανένα νόημα πια. Σκέφτονται παρ’ όλ’ αυτά ότι η γνώση θα συνεχίσει να υπάρχει και να παραμένει σημαντική, γι’ αυτό είναι λογικό να συνεχίσουν να μελετούν αυτόνομα.

Σήμερα υπήρχαν λίγοι μόνο περαστικοί στους δρόμους στη γειτονιά μου, αλλά όσοι είδα έβγαζαν μια ζεστασιά. Συνέχεια παρατηρούσα ανθρώπους ν’ αγκαλιάζονται. Foto: Yevgenia Belorusets

Προσπαθήσαμε από κοινού να διατυπώσουμε αυτή τη σκέψη, αλλά δεν τα καταφέραμε και τόσο καλά. Εκείνοι είπαν ότι στις 4 Απριλίου, αν είναι δυνατόν, θα ξεκινήσουν πάλι οι σπουδές.

Μιλήσαμε για τον αντιαεροπορικό συναγερμό που χτυπάει πολλές φορές μες στην ημέρα, που πάντοτε σημαίνει νέους κινδύνους και νέες επιθέσεις. Κάθε φορά ελπίζουμε να μην τραυματιστεί κανένας. Κι οι δυο είπαν ότι δεν είχαν ακούσει τον συναγερμό, γι’ αυτό κάθονταν στο πάρκο, συζητούσαν και προσπαθούσαν ν’ απολαύσουν αυτή την ηλιόλουστη μέρα παρά την κούραση απ’ τις πολλές νύχτες που ήταν ξάγρυπνοι.

Λίγοι μόνο περαστικοί ήταν στους δρόμους. Είδα νέες γυναίκες και άντρες, που αυτή την πρώτη ζεστή μέρα του χρόνου είχαν βγει έξω για τζόκινγκ με τις σειρήνες να ουρλιάζουν. Δυο ανθοπωλεία ήταν απρόσμενα ανοιχτά, συνάντησα δυο πεζούς με ανθοδέσμες στα χέρια. Μια γυναίκα, που μόλις είχε αγοράσει λουλούδια, στο γυρισμό για το σπίτι της μετά τη δουλειά πέρασε από ένα καφέ που άνοιξε πάλι πρόσφατα. Κοντοστάθηκε δίπλα μου με το smartphone της, διαβάζαμε κι οι δυο μες στη μέση του δρόμου τις τρέχουσες ειδήσεις.

Ήθελα να της πω πόσο γενναία είναι που παραμένει στο Κίεβο και δουλεύει. Αλλά με διέκοψε και είπε ότι πραγματικά γενναίοι άνθρωποι είναι εκείνοι που συγκεντρώνονται συνέχεια στις κατεχόμενες πόλεις Χερσώνα και Μπέρντιανσκ και διαδηλώνουν ενάντια στους κατακτητές. Συνέχεια εξαφανίζονται άνθρωποι εκεί, συλλαμβάνονται, μεταφέρονται στη Ρωσία ή τους πυροβολούν και τους τραυματίζουν στις διαδηλώσεις.

Έλεγε ότι έχει οικογένεια κοντά στο Μπέρντιανσκ, στη μικρή πόλη Πολόχι, που την έχει επίσης καταλάβει ο ρωσικός στρατός. Χάνει συχνά την επαφή με το Πολόχι, η σύνδεση στο ίντερνετ δεν είναι σταθερή, το ηλεκτρικό κόβεται, το φαγητό είναι λιγοστό. Οι συγγενείς της τώρα επιβιώνουν κυρίως επειδή λειτουργεί ένας μικρός φούρνος στο γειτονικό χωριό και προμηθεύει όλη την περιφέρεια με ψωμί. «Τα ηλεκτρονικά συστήματα μπορεί να πέφτουν», είπε η γυναίκα, «τις αποθήκες τροφίμων μπορεί να τις μπλοκάρουν. Και όμως κάποιες φορές υπάρχει κάποιος που παρ’ όλ’ αυτά συνεχίζει. Αυτός ο φούρνος σώζει ζωές τώρα».

Θυμήθηκα τις ειδήσεις που συνέχεια διαβάζω: Η Ρωσία κάνει ανοιχτά επιθέσεις σε αποθήκες όπου υπάρχουν τρόφιμα. Προσπαθούν συνέχεια ν’ αποκόψουν και το Κίεβο από τον ανεφοδιασμό τροφίμων. Το ίδιο ζει και το Τσερνίχιβ, μια απ’ τις ωραιότερες πόλεις της Ουκρανίας, που χτυπήθηκε και όπου τώρα δεν υπάρχει σχεδόν πουθενά νερό πια, ούτε ηλεκτρικό, ούτε θέρμανση.

Γνωρίζω μια ηλικιωμένη γυναίκα, που πήγε πρόσφατα στο Τσερνίχιβ, επειδή ζούσε μόνη της στο Κίεβο και δεν ήθελε πια να νιώθει μοναξιά. Μάταια προσπάθησα να της τηλεφωνήσω. Η πόλη βρίσκεται σε τόσο μεγάλο κίνδυνο, που τα σώματα των κατοίκων που έχασαν τη ζωή τους στις επιθέσεις και κείτονταν στους δρόμους δεν μπορούσαν για μέρες να τα μεταφέρουν και να τα θάψουν λόγω των ακατάπαυστων πυρών του πυροβολικού.

Σήμερα υπήρχαν λίγοι μόνο περαστικοί στους δρόμους στη γειτονιά μου, αλλά όσοι είδα έβγαζαν μια ζεστασιά. Συνέχεια παρατηρούσα ανθρώπους ν’ αγκαλιάζονται. Ακόμα και στο μπακάλικο μέσα σε βιαστικούς πελάτες ένας άντρας και μια γυναίκα ήταν αγκαλιασμένοι. Κοίταζα τη σκηνή μάλλον πάρα πολύ απροκάλυπτα. Κάποια στιγμή γύρισε η γυναίκα σε μένα και με μια σχεδόν χαρούμενη φωνή είπε: «Δυο βδομάδες έχω να τον δω. Γύρισε απ’ τον πόλεμο, και είναι ζωντανός!»

 

Τρίτη, 22 Μαρτίου / Τα σπίτια που εξαφανίστηκαν

Μια μέρα σε λοκντάουν, χωρίς να επιτρέπεται να βγω έξω, μόνη μου με τις ειδήσεις και τις αναλύσεις του μέλλοντος. Σαν πρόγνωση καιρού ανακοινώνεται το τέλος του πολέμου, μερικοί ειδήμονες εκφράζονται σε εφημερίδες, μερικοί κάνουν μακροσκελείς, καθησυχαστικούς μονολόγους σε βίντεο. Με αυτόν τον τρόπο, κάνοντας ένα άλμα σ’ αυτόν τον απομακρυσμένο χείμαρρο των ειδήσεων, μπορούμε σιγά σιγά ν’ αρχίσουμε να αποδεχόμαστε τι συμβαίνει με τη χώρα μου. Ταυτόχρονα αυτή η σκέψη είναι ανυπόφορη, τη διώχνω. Εξάλλου ξέρω ότι η «χώρα» ακούγεται αρκετά αφηρημένα, για να μπορέσουμε να «αποδεχτούμε» –αλλά δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συλλάβουμε πώς μπορεί να κάνει κανείς κάτι τόσο κτηνώδες σε ανθρώπους.

Όταν διασχίζω το Κίεβο, βλέπω πάντα άντρες και γυναίκες που σαν μικρά αγάλματα κοιτάζουν τα smartphones τους, μοιάζουν να μη θέλουν πια να ξέρουν τι συμβαίνει στο άμεσο περιβάλλον τους. Διαβάζουν ειδήσεις, επειδή προφανώς μόνο στις ειδήσεις κρύβονται οι μυστικές απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται κάθε μέρα με έναν νέο σκοτεινό και ασαφή τρόπο. Πολλοί αριθμοί τηλεφώνου δεν λειτουργούν πια. Σε όλες τις κατεχόμενες περιοχές συντελείται ανθρωπιστική καταστροφή, επικρατεί πείνα, άνθρωποι απάγονται και συλλαμβάνονται.

Μπορεί μια πηγή ειδήσεων μες στη ροή της αφήγησής της να βεβαιώσει κάτι που τώρα λείπει. Αλλά στην πραγματικότητα τώρα λείπουν οι λέξεις. Είμαι στο διαμέρισμά μου, βρήκα χρόνο να γράψω, αλλά δεν μπορώ ούτε μια σκέψη ν’ αναπτύξω.

Μια ομάδα φίλων, συναδέλφων και κτηνιάτρων, που πριν απ’ την μεγάλη απαγόρευση κυκλοφορίας πηγαίνουν περίπατο με τα σκυλιά τους. Παραμένουν στο Κίεβο, για να σώσουν ζώα. Foto: Yevgenia Belorusets

Στην οθόνη του smartphone μου βλέπω βίντεο με βολές. Κυκλοφορούν στο Telegram στους λογαριασμούς που ποστάρουν κάτοικοι του Κιέβου. Βλέπω ασημένιες λωρίδες να πέφτουν φωτεινές και αργά αργά απ’ τον ουρανό πάνω στις στέγες. Κάποιος λέει ότι έτσι είναι τα πυρομαχικά φωσφόρου, άλλοι λένε ότι είναι εκτόξευση πυραύλων από Γκραντ, ένα πυραυλικό σύστημα πολλαπλής εκτόξευσης. Κάποιοι τομείς του Κιέβου, και ο δικός μου τομέας, δέχθηκαν σήμερα πυρά.

Μετά για πρώτη φορά σκέφτομαι ότι θα μπορούσαν να είναι και πλαστά, ότι είναι εγγραφές από μια άλλη πραγματικότητα. Δεν είναι καν το Κίεβο. Είναι δυνατόν, τώρα ακριβώς, που εγώ γράφω αυτό το κείμενο στο διαμέρισμά μου και σχεδόν όλοι οι γείτονές μου περνούν τη νύχτα σε καταφύγια, να σχίζουν τον αέρα πύραυλοι από Γκραντ και να βρέχει άσπρο φώσφορο πάνω στο σπίτι κάποιου, εδώ κοντά, μέσα στην πόλη μου;

Μου λείπουν όλοι οι τοίχοι, όλα τα σπίτια αυτής της πόλης που δεν τα ’χω δει ακόμα, που δεν τα ’χω φωτογραφήσει και που ήδη εξαφανίστηκαν και καταστράφηκαν, που έγιναν κάτι αγνώριστο, καμένο.

Σήμερα κατά το μεσημέρι ένιωσε η πολυκατοικία μου ένα ισχυρό χτύπημα. Οι κανόνες της ενημέρωσης αλλάζουν, δεν είναι τώρα πια άμεσα αντιληπτό ποιες επιθέσεις λαμβάνουν χώρα πού. Μόνο το σώμα της πολυκατοικίας και το σώμα μας νιώθουν τον κίνδυνο, γίνονται τώρα άμεσες πηγές πληροφοριών.

Πριν από κάποιες ώρες τηλεφωνήθηκα με την Ελένα, την εργαζόμενη σε έναν ζωολογικό κήπο στο Χάρκοβο. Είναι η διευθύντρια ενός παιδικού θεάτρου, όπου παιδιά εμφανίζονταν ως ηθοποιοί μαζί με σκυλιά, ποντίκια και αρουραίους.

Είναι ένας ζωολογικός κήπος έξω απ’ το Χάρκοβο, κοντά του γίνονται συνέχεια επιθέσεις. Και συνέχεια οι εργαζόμενοι προσπαθούν να ταΐζουν τα ζώα και να οργανώνουν εκκενώσεις. Μόλις όμως ο ρωσικός στρατός βλέπει τα αυτοκίνητα, αρχίζουν τα πυρά.

Στις 7 Μαρτίου η Ελένα προσπάθησε για τελευταία φορά να φτάσει στον ζωολογικό κήπο, για να πάει φαγητό στα ζώα. Στο τηλέφωνο μου έλεγε ότι πολλά ζώα είναι ακόμα στους περίφρακτους χώρους που ήταν. «Τα ελάφια δέχθηκαν πυρά, κάποια πέθαναν, άλλα μπόρεσαν να το σκάσουν στο δάσος περνώντας τον κατεστραμμένο φράχτη. Όταν φτάσαμε με το πούλμαν μας, άρχισαν τα πυρά, βγήκαμε τρέχοντας απ’ το πούλμαν με την τροφή και φτάσαμε στον περίφρακτο χώρο. Κάποιοι ανθρωποειδείς πίθηκοι χτυπήθηκαν, τρέχαμε μες στους χώρους που είχαν υποστεί ζημιές και προσπαθούσαμε να μοιράσουμε όσο πιο πολύ φαγητό ήταν δυνατόν. Μετά πήγαμε τρέχοντας στο πούλμαν αλλά ο οδηγός ήταν ήδη νεκρός. Προσπαθήσαμε να πάρουμε ένα άλλο αυτοκίνητο, για να γυρίσουμε πίσω και να μεταφέρουμε το σώμα του στην πόλη. Μια ακόμα εργαζόμενη τραυματίστηκε θανάσιμα. Μόνο μια συνάδελφος και εγώ μπορέσαμε να γλιτώσουμε».

Είπε ακόμα: «Δεν μπορώ να κλάψω. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλα αυτά πράγματι έγιναν. Μπροστά στα μάτια μου βλέπω ακόμα την πλαστική βιτρίνα με τους πιθήκους που μας περιμένανε. Πολλοί ήταν εκεί όρθιοι με τα μωρά τους, που τα έσφιγγαν στο σώμα τους. Ελπίζανε ότι θα τους πάμε τροφή, αλλά εκείνη την ημέρα δεν καταφέραμε να τους ταΐσουμε». Η Ελένα τώρα δεν πάει πια στο ζωολογικό κήπο, αλλά άλλοι εργαζόμενοι προσπαθούν να φτάσουν στους περίφρακτους χώρους, για να μην πεθάνουν απ’ την πείνα τα ζώα που ζουν ακόμα.

Δεν θέλω να γράψω καμία «κατακλείδα». Όλοι κάνουμε καθημερινά τις επιλογές μας.

 

Δευτέρα, 21 Μαρτίου / «Το Κίεβο θα είναι σαν το Βερολίνο, τόσο καθαρό!»

Κάτωχρος από την αγωνία με κοίταζε ένας άντρας. Ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος με μια δεμένη μεγάλη σκούπα, δίπλα του ήταν τρεις μεγάλες σακούλες με σκουπίδια του δρόμου, ένας διαχειριστής πολυκατοικίας, που δεν τον είχα συναντήσει ποτέ ως τώρα. Πρόσεξε ότι ήθελα να τον φωτογραφίσω. Μετά από λίγο με πλησίασε και με ρώτησε αν δουλεύω «για τον εχθρό». Του έδειξα τη δημοσιογραφική μου διαπίστευση, το διαβατήριό μου και τον ρώτησα γιατί έχει μείνει στο Κίεβο. Με τα χαρτιά μου ικανοποιήθηκε. Έγειρε μπροστά, το πρόσωπό του μεγάλωσε όπως στις κοντινές λήψεις. Τότε μου μίλησε εμπιστευτικά, αλλά και με τόνο επίσημης ανακοίνωσης: «Είμαι υπερήφανος που είμαι εδώ στο Κίεβο αυτές τις δύσκολες ημέρες και φροντίζω την καθαριότητα της πόλης μας!» Πρόσθεσε: «Το Κίεβο θα είναι σαν το Βερολίνο, τόσο καθαρό! Θα το καταφέρουμε αυτό».

Μου έλεγε ότι είχε ζήσει κάποιο καιρό έξω απ’ το Βερολίνο, στο Μπέρναου: «Μια πολύ όμορφη μικρή πόλη, που έχει ζήσει τόσο πολλή Ιστορία. Ήταν μάλιστα κομμάτι της ΛΔΓ. Εξαιρετικοί άνθρωποι!» Με έπιασε περιέργεια. Κάθε μέρα βλέπω το Κίεβο να το φροντίζουν, να το καθαρίζουν, να το επισκευάζουν. Δίπλα σε όλες τις χτυπημένες, κατεστραμμένες πόρτες και τα παράθυρα βλέπω ανθρώπους με κοντραπλακέ να σκεπάζουν τα σπασμένα καλύμματα της πόλης και να τα φυλάνε. Για να μπορέσουμε μια μέρα να τοποθετήσουμε πάλι σ’ εκείνα τα σημεία σωστά παράθυρα, πόρτες και βιτρίνες.

Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας ήθελε να μιλήσει κι άλλο για το Βερολίνο και το Μπέρναου, για τη γενναιοδωρία των ανθρώπων εκεί, για το πόσα πολλά θα έκαναν για τους άλλους. Κάποιοι απ’ τους μακρινούς συγγενείς του είχαν βρει καταφύγιο εκεί. Μετά μας πλησίασαν δυο μέλη της πολιτοφυλακής. Έπρεπε να δείξω πάλι τη διαπίστευσή μου και το διαβατήριό μου. Κοίταζαν με ανησυχία τη φωτογραφική μου μηχανή και μου ζήτησαν πολλές φορές να είμαι προσεκτική όταν θα δημοσιεύσω τις φωτογραφίες.

Στον σταθμό συνάντησα μια νεαρή γυναίκα μ’ ένα μωρό. Με ρώτησε αν ξέρω αν υπάρχει κάποιο τρένο για το Τσερνιβτσί στον νότο, κοντά στα σύνορα με τη Ρουμανία. Ήλπιζε να φτάσει εκεί για να είναι ασφαλής. Μετά το πρόσωπό έγινε ξαφνικά θλιμμένο: «Έχει μείνει η μάνα μου εκεί. Δεν ήθελε να φύγει! Θέλω να γυρίσω πίσω! Θέλω να πάω σπίτι μου!» Foto: Yevgenia Belorusets

Είδα ότι οι χτεσινές βολές, που με τρόμαξαν τόσο πολύ, προφανώς προέρχονταν από ένα βίντεο στο TikTok. Στο βίντεο φαίονται ουκρανικά τεθωρακισμένα, διαρκεί μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Επειδή οι επιτιθέμενοι είχαν μάλλον βάλει στο μάτι αυτά τα τεθωρακισμένα, μια τεράστια πολυκατοικία και ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο κάηκαν και έμεινα μαύροι σκελετοί. Εντωμεταξύ τα τεθωρακισμένα, που στο βίντεο φαίνονταν για λίγο στο βάθος, την ώρα του βομβαρδισμού δεν ήταν προ πολλού πια εκεί. Τα διαμερίσματα στην πολυκατοικία με τους μικρούς, ιδιωτικούς και καλυμμένους κόσμους τους δεν υπάρχουν πια, άνθρωποι τραυματίστηκαν και έχασαν τη ζωή τους. Οι αριθμοί που περιγράφουν τις απώλειες αλλάζουν, όλο μετράμε και ξαναμετράμε.

Οι φωτογραφίες μπορεί να είναι επικίνδυνες. Μπορεί να μαρτυρήσουν κάτι, χωρίς να το θέλουν. Μεταμορφώνουν την πόλη σε στρατιωτικό αντικείμενο, μόνο επειδή υπάρχουν φωτογραφίες, μόνο επειδή η καταγραφή της ζωής μας έχει γίνει μια μοντέρνα συνήθεια, που μπορεί να είναι και πιο δυνατή απ’ τους πόνους , τον φόβο και τον κίνδυνο. Η γλώσσα που μιλάμε εξαπατά, έστω μόνο λίγο κάποιες φορές. Μια φωτογραφία ντοκουμέντο αντιθέτως φαίνεται πως κρατάει κάτι αμετάκλητα και συγχρόνως πως είναι μια προσωπική φωνή. Θέλουμε να μιλήσουμε και δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε λέξεις, παρά κάτι αναμφισβήτητο σαν τα βίντεο και τις φωτογραφίες.

Σήμερα ήθελα να γράψω ημερολόγιο πιο νωρίς από άλλες φορές. Δεν ήθελα πια να συνδέω τις προτάσεις τρέμοντας στον διάδρομο, όταν έξω είναι τόσο σκοτεινά και τόσο αργά, που η Ρωσία αποφασίζει: Τώρα ήρθε πάλι η ώρα να χτυπήσουμε πολυκατοικίες. Οι ειδήμονες ισχυρίζονται ότι οι επιθέσεις γίνονται προχωρημένη νύχτα, επειδή υπάρχει η προσδοκία ότι η ουκρανική αεράμυνα δεν θα λειτουργεί και τόσο καλά λόγω εξάντλησης. Για αύριο ανακοινώθηκε ένα μεγάλο lockdown. Δεν θα μπορούμε να φύγουμε απ’ τα σπίτια μας. Παρά την επικείμενη απαγόρευση κυκλοφορίας μόνο λίγοι άνθρωποι ήταν στους δρόμους σήμερα.

Πήγα μαζί με τη μητέρα μου στον σταθμό, για να δω αν θα παίρναμε εισιτήρια τρένου για μας και κάποιους συγγενείς μας. Διασχίσαμε την παλιά πόλη, που κάποτε μου την είχε δείξει η μητέρα μου, σαν μια ιστορία που διαβάζεις σ’ ένα παιδί. Ο σταθμός δεν ήταν όσο γεμάτος περιμέναμε. Όλα τα εκδοτήρια που πουλούσαν εισιτήρια είχαν κλείσει, μόνο θέσεις στα τρένα εκκένωσης έβρισκες, κάποιες φορές είναι θέσεις ορθίων μόνο. Κάποιοι απ’ τους συγγενείς μου δεν μπορούν να πάρουν τέτοιες θέσεις για λόγους υγείας, αποφασίσαμε να κοιτάξουμε πάλι αργότερα για εισιτήρια.

Στον σταθμό συνάντησα μια νεαρή γυναίκα μ’ ένα μωρό. Με ρώτησε αν ξέρω αν υπάρχει κάποιο τρένο για το Τσερνιβτσί στον νότο, κοντά στα σύνορα με τη Ρουμανία. Ήλπιζε να φτάσει εκεί για να είναι ασφαλής. Μετά το πρόσωπό έγινε ξαφνικά θλιμμένο: «Έχει μείνει η μάνα μου εκεί. Δεν ήθελε να φύγει! Θέλω να γυρίσω πίσω! Θέλω να πάω σπίτι μου!»

Η μητέρα μου κι εγώ αρχίσαμε να γυρίζουμε πίσω και προσπαθούσαμε να ενθαρρύνουμε η μια την άλλη με αστεία. Μετά είδαμε μικρά κίτρινα πούλμαν με κόκκινους σταυρούς, που πήγαιναν αντίθετα μ’ εμάς προς τον σταθμό. Σε κάθε πούλμαν έγραφε «Ιρπίν», ένα μέρος βόρεια του Κιέβου, όπου ζούσαν πάρα πολλοί καλλιτέχνες και συγγραφείς και τώρα καθημερινά άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους. Η Ρωσία εξαφανίζει αυτή τη μικρή πόλη μέτρο μέτρο. Στα παράθυρα των πούλμαν βλέπαμε γκρίζα, κουρασμένα πρόσωπα, γέρους ανθρώπους, παιδιά, όλοι κοιτούσαν κάπου πέρα, μακριά. Κοντοσταθήκαμε και κοιτούσαμε τα σκονισμένα παράθυρα των πούλμαν. Δεν μπόρεσα να βγάλω καμία φωτογραφία.

Το βράδυ είδα ότι πωλούνται πάλι εισιτήρια τρένου. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, αγόρασα έξι εισιτήρια για την ερχόμενη Παρασκευή. Οι γονείς μου δεν θέλουν ακόμα να φύγουν απ’ το Κίεβο. Πραγματικά δεν ξέρω τι να κάνουμε. Αλλά μέχρι την Παρασκευή θα περάσει αρκετός χρόνος, για ν’ αποφασίσουμε. Αυτό που συμβαίνει δεν μπορεί όντως να κρατήσει πολύ πια. Αυτός ο πόλεμος μπορεί και πρέπει επιτέλους να διακοπεί, πρέπει να σταματήσει.

 

Κυριακή, 20 Μαρτίου / Ντρόουν πάνω απ’ το Κίεβο

Προσπαθώ να γράψω αλλά δεν μπορώ ν’ αρχίσω. Ο αντιαεροπορικός συναγερμός, που έχει σημάνει εδώ και δύο ώρες, δυναμώνει άλλη μια φορά από τις σειρήνες, λες και είναι δυνατόν μέσα σε μια προειδοποίηση να γίνει και μια δεύτερη.

Βλέπω τους τίτλους των ειδήσεων στο Telegram: «Το Κίεβο καίγεται!» Όλα γραμμένα με κεφαλαία. Αυτές οι λέξεις συνοδεύουν τα βίντεο που δείχνουν σειρές από καμένες πολυκατοικίες. Δεν καίγεται μόνο μια πολυκατοικία, αλλά ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο.

Πριν από δέκα λεπτά άκουσα μια δυνατή έκρηξη. Λίγο πριν είχα σκεφτεί ότι έπρεπε επιτέλους να καθίσω και να γράψω. Μετά έπιασα το τηλέφωνο και βεβαιώθηκα ότι οι γονείς και οι φίλοι μου είναι ασφαλείς.

Πριν από μια ώρα μου τηλεφώνησε η μητέρα μου και μου είπε ότι έβλεπε στον ουρανό ένα αεροπλάνο να χτυπά κάποιους στόχους. Όλοι μας είχαμε ακούσει βολές, αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο από πού έρχονταν, μετά άκουσα τις καθησυχαστικές ειδήσεις. Εχθρικά ντρόουν αναχαιτίστηκαν επιτυχώς, έλεγαν. Αλλά σχεδόν αμέσως μετά απ’ αυτή την είδηση είδα απ’ το παράθυρο δυο ντρόουν, που πετούσανε πάνω απ’ την πολυκατοικία μας, ένα απ’ αυτά σταμάτησε πάνω απ’ το κτίριο με το καταφύγιο. Πετούσαν ψηλά στον ουρανό, φάνηκε ότι τα χτύπησαν.

Τα ουκρανικά διαμερίσματα τις περισσότερες φορές φαίνονται πολύ ειρηνικά, ακόμα κι όταν προσπαθούν να προετοιμαστούν για τον πόλεμο. Στα μπαλκόνια στη γειτονιά μου ανακαλύπτω πολύχρωμες κουβέρτες και σεντόνια, που υποτίθεται ότι χρησιμεύουν ως προστασία και μασκάρεμα. Foto: Yevgenia Belorusets

Οι πονοκέφαλοί μου μετά την προηγούμενη νύχτα που πέρασα ξάγρυπνη εξαφανίστηκαν και ένιωθα μια ψυχρότητα, αποφασιστικότητα (για τι πράγμα;) και φόβο. Τηλεφώνησα στην αστυνομία, για να δώσω τις συντεταγμένες των ντρόουν. Μετά οι γονείς μου κι εγώ μιλήσαμε λίγο για το αν έπρεπε να κατέβουμε στο ισόγειο των πολυκατοικιών μας. Εγώ αποφάσισα να μείνω στο διαμέρισμά μου, και οι γονείς μου το ίδιο.

Όλα τα παράθυρα στο διαμέρισμά μου είναι συσκοτισμένα, το φως είναι σβηστό, το ίδιο σε όλες τις πολυκατοικίες που μπορώ και βλέπω απ’ το παράθυρό μου. Προσπαθούμε να γίνουμε αόρατοι, να κρύψουμε το σπίτι μας τη νύχτα, για να βυθιστεί στο σκοτάδι, για να μη γίνει στόχος σ’ αυτόν τον πόλεμο. Μου έρχονται παράξενες μεταφορές στο μυαλό: Στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας μού φαίνεται σαν να βρίσκομαι πάνω σ’ ένα λουλούδι μ’ έναν μακρύ, λεπτό μίσχο. Σκέφτομαι ότι πρέπει να καταλάβω τον φόβο και την οργή των εντόμων, που μπορεί να κόβονται τυχαία μαζί με το λουλούδι.

Εντωμεταξύ δημοσιεύτηκαν τα πρώτα μικρά, κάπως καθαρά βίντεο. Βλέπεις σ’ εκείνα να σχίζει τη νύχτα ένα άσπρο φλας, που σηκώνεται πιο ψηλά από τους ουρανοξύστες στη γύρω περιοχή και σκεπάζει εκείνα τα κτίρια. Όταν προσπαθώ να πω στον ίδιο μου τον εαυτό ότι όλα αυτά συμβαίνουν τώρα με τους ανθρώπους στην πόλη μου –με τους οποίους συναντιέμαι καθημερινά στον δρόμο, με περαστικούς, γιατρούς, πωλητές, καλλιτέχνες, δασκάλους – ότι αυτό το θανατηφόρο φως απειλεί κι εμένα την ίδια τη νύχτα, τότε νιώθω ν’ ανακατεύομαι και με πιάνει ίλιγγος.

Δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια μου, δεν βρίσκω ηρεμία και θέλω να γράψω γι’ αυτό. Αύριο το πρωί θα ξαναδιαβάσω αυτό το κείμενο. Αν το ξαναδιαβάσω, θα σημαίνει ότι αυτή τη νύχτα επιβιώσαμε.

Σήμερα βγήκα μόνο για λίγο έξω. Αποχαιρέτησα έναν φίλο, έναν καλλιτέχνη, που θα φύγει αύριο από το Κίεβο, μετά συνάντησα έναν άλλον φίλο, επίσης καλλιτέχνη, που γύρισε στο Κίεβο, για να μπει στην πολιτοφυλακή ως τραυματιοφορέας.

Ένας γνωστός μού έστειλε ένα γράμμα από τη Μελιτόπολη που την έχει καταλάβει ο ρωσικός στρατός. Ένας φίλος του αναζητούσε τρόπους εκκένωσης. Εκείνος, η γυναίκα του κι ένα παιδί κρύβονται σ’ ένα μικρό διαμέρισμα, σιγά σιγά το φαγητό τελειώνει. Ρώσοι μυστικοί πράκτορες και στρατιωτικοί συλλαμβάνουν τους κατοίκους της πόλης που διαδηλώνουν συνέχεια κατά της κατοχής. Πυροβολούν διαδηλωτές στα πόδια. Τώρα όμως δεν βρίσκουμε τρόπους να βοηθήσουμε τη Μελιτόπολη. Η εκκένωση δεν λειτουργεί, οι άνθρωποι απάγονται από τους κατακτητές.

Μια φίλη χρησιμοποίησε σήμερα τη λέξη γενοκτονία. Αυτή η λέξη σφηνώθηκε βαθιά στο μυαλό μου, μου είναι ακόμα δύσκολο να τη χρησιμοποιήσω. Αυτός ο όρος έχει λάθος μέγεθος, όπως πολλές τέτοιες λέξεις είναι συγχρόνως πάρα πολύ μικρός και πάρα πολύ μεγάλος, σαν ξένο ρούχο. Αλλά, κι αυτό είναι που με εκπλήσσει, περιγράφει όντως την κατάσταση της χώρας μου.

Τα ουκρανικά διαμερίσματα τις περισσότερες φορές φαίνονται πολύ ειρηνικά, ακόμα κι όταν προσπαθούν να προετοιμαστούν για τον πόλεμο. Στα μπαλκόνια στη γειτονιά μου ανακαλύπτω πολύχρωμες κουβέρτες και σεντόνια, που υποτίθεται ότι χρησιμεύουν ως προστασία και μασκάρεμα. Μια τέτοια φωτογραφία διάλεξα για αυτή την ημέρα, αν και μπορεί να μην ταιριάζει, τόσο καλές και αθώες που φαίνονται οι κουβέρτες, τόσο λίγα που λένε για τον θάνατο.

Είναι δυνατόν εμένα, την πόλη μου, τους κατοίκους της Μαριούπολης, της Μελιτόπολης και άλλων πόλεων να μας καταδικάζουν σε θάνατο, να παίζουν μαζί μας ένα παιχνίδι εξόντωσης, και μάλιστα μπροστά στα μάτια ολόκληρου του κόσμου; Συνέχεια αυτό αναρωτιέμαι. Τι συνέβη σε όλους μας και κατέστη δυνατό κάτι τέτοιο;

Σκέφτομαι ότι η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα καθορίσει το μέλλον πάρα πολλών ανθρώπων. Η ξαδέλφη μου, τραγουδίστρια, που τώρα είναι επίσης στο Κίεβο, μου τραγουδάει ένα νανούρισμα. Το βάρος αυτών που έχουν συμβεί αυτές τις τελευταίες 25 ημέρες είναι αρκετά μεγάλο. Αυτός ο πόλεμος εκμηδενίζει όλα όσα κατάφερε ο κόσμος μετά τον εφιάλτη του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου. Πρέπει να σταματήσουμε τον Πούτιν και τους μαύρους στρατούς του.

 

Σάββατο, 19 Μαρτίου / Απατηλή ψευδαίσθηση

Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι περπατούσε σήμερα μες στα συντρίμμια στην οδό των Τυφεκιοφόρων Σιτς. Περνούσαν παραπαίοντας πάνω σε σπασμένα γυαλιά και μπάζα. Ο άντρας έλεγε στη γυναίκα του με κατηγορητικό ύφος, που απευθυνόταν σε αόρατους αντιπάλους: «Κοίτα, πόσα παράθυρα, πόσα τζάμια σπάσανε! Ω, θεέ μου. Δεν σκέφτονται ότι θ’ αναγκαστούν να τα φτιάξουν. Και όλο αυτό το χάος εδώ μόνο και μόνο για να πούνε: Τι μας έκαναν οι Ρώσοι!» Η γυναίκα κουνούσε το κεφάλι της και αναστέναζε στον ρυθμό της κριτικής, που εκφραζόταν απεγνωσμένη και με ειλικρινή θλίψη.

Πέρασαν από μπροστά μου οι δυο τους. Δεν ήθελα να τους μιλήσω, ολόκληρος ο κόσμος τους καταστρέφεται τώρα. Αυτοί οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, που έχουν περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε μια ατμόσφαιρα συνεχών ισχυρισμών για την αγάπη ανάμεσα σε δυο λαούς, τον ρωσικό και τον ουκρανικό, που ’ναι σαν αδέλφια, δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι ο εμφύλιος πόλεμος έχει ξεσπάσει για τα καλά. Νομίζουν προφανώς ότι οι Ουκρανοί απλώς σκηνοθετούν τα μπάζα και τα ερείπια. Η διένεξη απ’ τη δική τους τη σκοπιά δεν έχει κανένα νόημα, η αληθινή αγάπη ανάμεσα στους δυο λαούς παραμένει απείραχτη απ’ τον πόλεμο, σαν παρθένα φύση.

Στο έδαφος μέσα στα σπασμένα γυαλιά που λαμπύριζαν περιστέρια τσιμπολογούσαν ψίχουλα. Ακόμα και μετά τα χτυπήματα από βόμβες και χειροβομβίδες, που έχουν αλλάξει δραματικά αυτόν τον τόπο, μια γυναίκα έρχεται καθημερινά στην πλατεία της Αγοράς, για να ταΐσει τα πουλιά. Είχε λιακάδα και μ’ έναν τρομακτικό τρόπο ησυχία, ένιωθες ελεύθερος στους δρόμους, και συγχρόνως υπάρχει στον αέρα η απατηλή ψευδαίσθηση ότι ένας μεγάλος περίπατος δεν ενέχει κανέναν κίνδυνο. Εδώ και 13 ώρες, όταν σταμάτησαν οι σειρήνες, δεν ξανακούστηκε αντιαεροπορικός συναγερμός. Τις τελευταίες ημέρες στο Κίεβο δεν περνούσαν ούτε δυο ώρες, χωρίς να χτυπήσει συναγερμός.

Το βράδυ συνάντησα τη Λίζα, μια σχεδιάστρια: Ένα ανθοπωλείο χάριζε ανθοδέσμες, η Λίζα είχε πάρει δύο για το σπίτι της και ήθελε να χαρίσει τη μία Foto: Yevgenia Belorusets

Προσοχή και φόβος υπάρχουν στον αέρα. Όσοι έκαναν περίπατο μιλούσαν για το ποια μέρη μες στο σπίτι είναι τα πιο ασφαλή, πού μπορεί να πάει κανείς για να σωθεί και πού δεν πρέπει να κάθεται σε καμία περίπτωση. Μολύνθηκα κι εγώ από τέτοιες σκέψεις. Από χτες κοιμάμαι στο μικρό μου γραφείο, και όταν το πρωί μεταξύ τέσσερις και πέντε ουρλιάζουν οι σειρήνες, μεταφέρομαι στον διάδρομο, όπου στο πάτωμα είναι απλωμένες κουβέρτες. Χρησιμεύουν για στρώμα και πάνω σ’ αυτή την κάπως κρύα και κάπως σκληρή βάση προσπαθώ να με πάρει πάλι ο ύπνος. Το καταφύγιο, όπου πήγαινα τις πρώτες νύχτες του πολέμου, είναι υπερπλήρες, δεν μπορείς πια να βρεις χώρο εκεί ούτε για μια νύχτα.

Κοιμόμουν ήδη στον διάδρομο, όταν με ξύπνησε σήμερα το πρωί η μητέρα μου που μου τηλεφώνησε. «Κάτι καίγεται. Δεν το μυρίζεις;» ρώτησε με σιγανή φωνή, που ουσιαστικά προβλέπεται για κάποιον πραγματικό κίνδυνο.

Με ένα άσχημο συναίσθημα πήγα στο παράθυρο και είδα ότι όλο τον δρόμο τον σκέπαζε άσπρος καπνός. Απ’ το παράθυρο έμπαινε μια μυρωδιά καμένου. Οι ειδήσεις δεν έλεγαν τίποτα. Η απαγόρευση κυκλοφορίας υπήρχε ακόμα. Και οι δύο, η μητέρα μου κι εγώ, αποφασίσαμε τελικά να ξαναπροσπαθήσουμε να κοιμηθούμε. Μέσα στην κούραση και μισοκοιμισμένη σκέφτηκα τι καλά που είναι που κοιμάμαι στον διάδρομο, γιατί εδώ είμαι πάρα πολύ προστατευμένη. Μετά ήρθαν οι πρώτες ειδήσεις. Αποδείχτηκε ότι καιγόταν μια χωματερή σκουπιδιών έξω απ’ το Κίεβο και ο άνεμος έφερνε τον καπνό στην πόλη. Είχαν χτυπήσει ένα χωριό, το Νόβι Πετρίβτσι, αλλά καθώς φαινόταν χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία στην πραγματικότητα.

Κανένας δεν δολοφονήθηκε, κανένας δεν θα πεθάνει εξαιτίας αυτού του καπνού! Είναι μόνο μια μικρή οικολογική κρίση, κάτι που υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να θεωρηθεί ευτυχής συγκυρία. Μπορεί ο εισβολέας να ήθελε να χτυπήσει πολυκατοικίες, αλλά πέτυχε απλώς ένα βουνό σκουπίδια.

Οι περισσότερες βολές πραγματοποιούνται μεταξύ τέσσερις και έξι η ώρα το πρωί. Τη σημερινή ημέρα στο Κίεβο θα μπορούσες να την πεις ήρεμη, η ανησυχία έμοιαζε σχεδόν αχρείαστη. Και ωστόσο οι ανησυχίες μεγαλώνουν με κάθε ημέρα του πολέμου. Όλα όσα παλιά σήμαιναν μια μικρή διατάραξη της τάξης και δεν προκαλούσαν καμία σκέψη –η σκόνη ή ο καπνός στον αέρα, ένας δυνατός ήχος μακριά– τώρα ενέχουν κάποιον κίνδυνο. Ακόμα και μια μέρα χωρίς επιθέσεις δεν λες να την εμπιστευτείς, σκέφτεσαι ότι η παύση είναι μια προετοιμασία για κάτι ακόμα χειρότερο.

Με το τελευταίο φως του ήλιου το βράδυ συνάντησα τη Λίζα κοντά στο σπίτι μου. Η Λίζα είναι σχεδιάστρια και έχει μείνει στο Κίεβο, επειδή εδώ νιώθει προστατευμένη και ασφαλής. Ένα ανθοπωλείο χάριζε σήμερα ανθοδέσμες, είχε πάρει δύο για το σπίτι της και ήθελε να χαρίσει τη μία. Μου έδειξε ένα βίντεο από την πόλη της, την Ακτίρκα στα βορειοανατολικά της Ουκρανίας, που ακουγόταν διαρκώς στις ειδήσεις. Ο πατέρας της, μέλος της πολιτοφυλακής, είναι ακόμα εκεί. Στην αρχή του πολέμου η Λίζα φοβόταν διαρκώς για ’κείνον και δεν μπορούσε να κοιμηθεί, μόνο συμπτώσεις και θαύματα τον έχουν σώσει, λέει. Τώρα, που η πόλη σχεδόν καταστράφηκε, η Λίζα κατά έναν παράξενο τρόπο είναι πιο σίγουρη ότι όλα θα πάνε καλά με τον πατέρα της.

Στο βίντεό της εγώ έβλεπα μόνο μαύρα κομμάτια τοίχων και καμένη γη, σωρούς μαύρου μετάλλου. Η Λίζα μου τα εξηγούσε με ήρεμη φωνή: «Αυτό ήταν το κέντρο της πόλης μας. Αυτή ήταν η διοίκηση της πόλης μας, αυτό ήταν το Κέντρο Πολιτισμού και Τεχνών, εδώ ήταν ένα σχολείο που πήγαινα».

 

Παρασκευή, 18 Μαρτίου / Η φωτογραφία του άντρα με τη γάτα

Η Πέμπτη πέρασε γρήγορα, αλλά θέλω να πω κάτι γι’ αυτή, αν και εκείνη την ημέρα δεν έγραψα τίποτα.

Ο αντιαεροπορικός συναγερμός μόλις έληξε, οπότε κέρδισα λίγο χρόνο, για να συγκεντρωθώ και να σκεφτώ για χτες. Κάτι σημαντικό όντως συνέβη. Περνούν 15 λεπτά και οι σειρήνες με τον διαπεραστικό ήχο τους ουρλιάζουν πάλι. Θα έχω λοιπόν τουλάχιστον 20 λεπτά, μέχρι να μάθω αν πράγματι κινδυνεύω ή ακόμα και μια ώρα. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορείς να κερδίσεις και λίγο χρόνο, για να γράψεις και να τελειώσεις μια ακόμα παράγραφο.

Βλέπω στο ίντερνετ και στο Telegram φωτογραφίες από πολυκατοικίες στο Κίεβο που καίγονται, έχω αποθηκεύσει αυτές τις φωτογραφίες, για να μην τις ξεχάσω, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ καθόλου από ποια ημέρα είναι – από σήμερα το πρωί, χτες ή προχτές.

Τότε μου έρχεται στο μυαλό ότι σήμερα το πρωί είδα σε μια φωτογραφία έναν άντρα με κάτι παλιά καθηγητικά γυαλιά, ήταν όρθιος μπροστά σε μια πολυώροφη πολυκατοικία φορώντας ένα σακάκι που φαινόταν ότι του ήταν πάρα πολύ μεγάλο. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση έκπληξης, δεν έδειχνε λυπημένος. Συγχρόνως έσφιγγε στο στήθος του με μια απεγνωσμένη χειρονομία μια υπέροχη γάτα με μακρύ τρίχωμα. Η γάτα κρατιόταν πάνω του, στο βλέμμα της διέκρινα σοκ. Η μύτη της ήταν πληγωμένη και έτρεχε αίμα. Επέζησαν και ο άντρας μπόρεσε να σώσει τη γάτα.

Ένας ένοικος σ’ έναν ουρανοξύστη στο Ποντίλ έχασε τη ζωή του σε κάποια επίθεση. 19 τραυματίστηκαν, εκ των οποίων τέσσερα παιδιά. Όλα αυτά συνέβησαν σήμερα νωρίς το πρωί. Ο άντρας με τα καθηγητικά γυαλιά έχασε το σπίτι του, βγήκε τρέχοντας από το διαμέρισμά του, που καιγόταν, αλλά χωρίς τσάντα.

Θυμήθηκα το ζευγάρι με τα δυο μικρά σκυλιά, που συνάντησα στη γειτονιά μου πριν από μερικές ημέρες. Και οι δυο ήταν 85 χρονών και είπαν: Εγκαταλείψαμε το σπίτι μας έτσι όπως μας βλέπετε, χωρίς τα πράγματά μας, τίποτα δεν μπορέσαμε να πάρουμε.

Ήταν απλώς ένα σύννεφο; Foto: Yevgenia Belorusets

Διάφορες σκηνές από το Telegram στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, θέλω να συγκεντρωθώ, αλλά αντί γι’ αυτό μου έρχεται στο μυαλό ένας αριθμός: 222. Τόσοι είναι οι άνθρωποι που λέγεται ότι έχασαν τη ζωή τους στο Κίεβο απ’ την αρχή του πολέμου. Ανάμεσά τους τέσσερα παιδιά. Πολλοί περισσότεροι είναι οι τραυματίες. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα μ’ αυτόν τον αριθμό. Είναι καινούργιος και αιφνιδιαστικός, δεν συμπεριλαμβάνει απλώς αμάχους, αλλά και μέλη της πολιτοφυλακής της πόλης μας.

Χτες ήταν η δεύτερη ημέρα μιας εβραϊκής γιορτής, που τη λένε Πουρίμ. Πήγα στο Ποντίλ, για να παραλάβω κάτι από το ανοιχτό υποκατάστημα μια εταιρείας ταχυμεταφορών και αποφάσισα επιστρέφοντας να πάω από τη συναγωγή, όπου γιόρταζαν οι φίλοι μου.

Σ’ αυτόν τον παλιό τομέα του Κιέβου κατέβηκα την Αγίου Ανδρέα, έναν τουριστικό δρόμο, όπου κάποτε ζούσε ο συγγραφέας και σατιρικός Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και τώρα βρίσκεται το μουσείο του. Η Αγίου Ανδρέα, σε φυσιολογικές εποχές ένας απ’ τους πιο δημοφιλείς δρόμους του Κιέβου, ήταν εντελώς έρημη το μεσημέρι. Πρόσεξα ότι μέσα σ’ αυτή την ερημιά ήταν ανοιχτά δυο καφέ. Μπήκα σ’ ένα απ’ αυτά, παρήγγειλα έναν εσπρέσο και έμαθα ότι οι ιδιοκτήτες μοιράζουν δωρεάν καφέ σε όλους. Ήθελαν να ξανανοίξουν το καφέ, «για να μπορέσουν να νιώσουν οι άνθρωποι στο Κίεβο ότι η ειρηνική εποχή υπάρχει ακόμα και θα επιστρέψει σύντομα εξολοκλήρου και ανεπιστρεπτί», όπως μου είπε ένας εργαζόμενος.

Έξω από την εταιρεία ταχυμεταφορών, απ’ όπου ήθελα να παραλάβω μια παραγγελία με διάφορους φορτιστές, είχε ουρά. Το δέμα μου δεν είχε φτάσει ακόμα. Κοίταξα γύρω μου με την ασαφή επιθυμία ν’ αγοράσω παρ’ όλ’ αυτά κάτι. Υπήρχαν διάφορα, αλλά τίποτα δεν μου έκανε στην πραγματικότητα. Ο αντιαεροπορικός συναγερμός άρχισε να χτυπάει. Ήθελα να μείνω λίγο ακόμα με τους άλλους ανθρώπους μες στο μαγαζί και πρόσεξα ότι δεν ήμουν μόνο εγώ, αλλά και οι άλλοι περιφέρονταν από ράφι σε ράφι αναζητώντας κάτι με το απογοητευμένο βλέμμα τους. Ήταν πιο ευχάριστο να μείνουμε μαζί σ’ εκείνον τον μικρό χώρο απ’ το ν’ αρχίσουμε να τρέχουμε μόνοι μας στους γυμνούς, ηλιόλουστους δρόμους, για να πάμε σπίτια μας.

Χρειάστηκε να πιεστώ για να πάω στη συναγωγή. Όταν έφτασα εκεί, βρήκα στην πίσω αίθουσα, που τώρα χρησιμεύει και ως αίθουσα προσευχής, μια μικρή ομάδα ανθρώπων που γιόρταζαν και έπιναν, ακολουθώντας την εντολή ότι αυτή την ημέρα πρέπει είσαι τόσο πολύ πιωμένος, που να μην μπορείς να ξεχωρίσεις έναν εγκληματία από έναν άγιο. Ένα μέλος της κοινότητας δεν βλέπει καλά και κάθε μέρα τον συνοδεύει ένας φίλος του στη συναγωγή, για να μπορεί να παίρνει μέρος στην προσευχή. Ο καλός μου φίλος, ένας καλλιτέχνης, γιόρταζε κι εκείνος μαζί τους, όλοι αγκαλιάζονταν πολλές φορές και κάποιος προσπάθησε μάλιστα να κάνει και φασαρία. Αλλά ήταν απλώς ένα παιχνίδι.

Επιστρέφοντας πέρασα πάλι απ’ την Αγίου Ανδρέα, αφού όλοι οι άλλοι δρόμοι δεν φαίνονταν ασφαλείς.

Στον δρόμο είχα την ιδέα να φωτογραφίσω μέρη που πάντα θεωρούνταν ανεκδιήγητα κοινότοπα και να επαναλάβω εκείνες τις φωτογραφίες που πάντα βγάζουν οι τουρίστες που επισκέπτονται το Κίεβο για πρώτη φορά. Ακολουθώντας αυτή την ιδέα ήρθα στο Πάρκο των Γλυπτών, όπου έκαναν περίπατο κάποιοι λιγοστοί γονείς με τα παιδιά τους και κάποιοι ιδιοκτήτες σκύλων. Ήθελα να βγάλω τη φωτογραφία ενός τοπίου, όταν ξαφνικά πρόσεξα βιολετί γκρίζο καπνό ν’ ανεβαίνει στον ουρανό.

Δεν άκουσα όμως κανένα χτύπημα! Ήταν απλώς ένα σύννεφο; Μετά όμως άρχισαν να με πλησιάζουν με ανήσυχα πρόσωπα κάποιοι που έκαναν περίπατο και με ρωτούσαν: «Είδατε; Πύραυλος ήταν! Πού έπεσε; Τραυματίστηκε κανείς, πέτυχε κάποιο σπίτι; Να δούμε τις ειδήσεις!» Οι ειδήσεις δεν έλεγαν τίποτα όμως. Εδώ και μερικές ημέρες τα μέσα ενημέρωσης δεν μιλάνε αμέσως μετά τα χτυπήματα για τις ζημιές, για να μην διορθώνει ο εισβολέας τους στόχους του και ανοίγει πυρ εκ νέου.

Οργισμένη, τρομαγμένη στεκόμουν εκεί και παρακολουθούσα τον καπνό. Ένιωθα κάτι ακόμα, δεν μπορώ να το περιγράψω. Ήταν ένα έγκλημα αυτό που συντελούνταν εκείνη τη στιγμή μπροστά στα μάτια μου, η φωτιά είναι τόσο δυνατή, που το σύννεφο του καπνού απλώνεται και μεγαλώνει. Θέλω να κάνω κάτι κατά αυτού του εγκλήματος, αλλά δεν ξέρω τι. Μια δράση όμως είναι απαραίτητη, όλα τ’ άλλα μπορούν όντως να περιμένουν.

Όσοι έκαναν περίπατο άρχισαν να φωνάζουν τα παιδιά τους και γρήγορα έφυγαν. Ήρθα σπίτι, ήθελα να γράψω το κείμενο για το ημερολόγιο, ένιωθα όμως μια τόσο μεγάλη κούραση, που δεν μπόρεσα να της αντισταθώ και με πήρε ο ύπνος, χωρίς να γράψω λέξη.

 

Τετάρτη, 16 Μαρτίου / Τακτική οπισθοχώρηση

Με τα ερείπια δεν μιλάς. Τα παρατηρείς και τα ρωτάς σιωπηλά, είναι βουβοί μάρτυρες του πολέμου μες στην καρδιά της πόλης. Το κοίταγμά τους, η θέασή τους δίνει στην παρατηρήτρια μια συγκεκριμένη απόσταση από τα γεγονότα.

Τι σημαίνει αυτή η απόσταση; Δεν είναι σε καμία περίπτωση συναισθηματική απόσταση, παρά απόσταση που σου δίνει δύναμη και την αίσθηση ότι μπορείς εσύ ο ίδιος να ελέγξεις πόσο κοντά σου θα ’ρθει ο πόλεμος. Τα ερείπια μικραίνουν δραματικά την απόσταση απ’ τον πόλεμο, καταβροχθίζουν σαν τεράστια χνάρια μιας απάνθρωπης δύναμης καθετί ανθρώπινο, που αποτελεί τον δρόμο που πάνω του στέκομαι όρθια.

Συνέχεια σκέφτομαι τι σημαίνει να παρατηρώ αυτές τις επιπτώσεις του βομβαρδισμού στην πόλη. Είναι κάτι σαν εργοτάξιο, που όμως δεν χτίζει, παρά γκρεμίζει.

Χτες, μπροστά στα ερείπια, ανάμεσα στα σπασμένα τζάμια, τα παραμορφωμένα μεταλλικά κομμάτια και μέρη της στέγης, συνάντησα μια γυναίκα. Μου μίλησε και θέλησε να με γνωρίσει. Ήταν μια ηλικιωμένη κυρία, έψαχνε τσιγάρα. Το μαγαζάκι, απ’ όπου αγόραζε κάθε μέρα, είχε υποστεί μεγάλες ζημιές, δεν υπήρχε πόρτα και βιτρίνα πια. Και οι πωλητές δεν ήταν εκεί κοντά, τα τσιγάρα ήταν αφύλαχτα στη βιτρίνα και η γυναίκα ρωτούσε τους πάντες πού μπορεί να βρει κανείς εκεί κοντά ένα πακέτο τσιγάρα. Της πρότεινα ν’ αφήσει απλώς τα χρήματα στη βιτρίνα και να πάρει το πακέτο, σαν σελφ σέρβις. Μετά τη ρώτησα γιατί έχει μείνει στο Κίεβο αυτόν τον καιρό που δεν υπάρχει καμία ασφάλεια.

Μια οικογένεια σ’ έναν κατά τα άλλα άδειο δρόμο, κάνουν περίπατο λίγο πριν την έναρξη της απαγόρευσης κυκλοφορίας Foto: Yevgenia Belorusets

Μου είπε ότι η μητέρα της, που έφτασε 100 χρονών και τριών μηνών, πέθανε πριν από μία εβδομάδα. Γι’ αυτό ήταν αδιανόητο για ’κείνη και τον άντρα της να φύγουν απ’ την πόλη τις πρώτες μέρες του πολέμου. Τώρα είναι απλώς εδώ, ίσως να μείνει. Τα μάτια της έλαμπαν, φαινόταν μάλιστα και λίγο ευτυχισμένη.

Ήταν μαθηματικός, μια επιστήμονας, που όταν ήταν παιδί ακόμα ήρθε στο Κίεβο απ’ το Μούρμανσκ. Αστειευόμενη μου διηγήθηκε την μπερδεμένη ιστορία της οικογένειάς της, που συνέχεια σωνόταν από πολέμους, απ’ τους διωγμούς του Στάλιν και την πείνα. Μιλούσε μελωδικά και εύκολα, λες κι οι λέξεις της διήγησής της είχαν πιαστεί εκ των προτέρων η μια απ’ την άλλη, και ως τώρα της έλειπε μόνο ένας ακροατής. Παρά την ηλικία της είχε κάτι νεανικό το πρόσωπό της, κινούνταν γρήγορα και με χάρη ανάμεσα στις πέτρες και τα θραύσματα. Η κουβέντα μας δεν κράτησε πολύ, αλλά συνέχεια τη σκέφτομαι. Καμιά φορά στον πόλεμο έχεις την αίσθηση ότι δεν θέλεις να χάσεις τους άλλους ανθρώπους, έστω και μετά από φευγαλέες γνωριμίες. Και τώρα, που περιγράφω αυτή τη συνάντηση, σκέφτομαι ότι έκανα κάτι γι’ αυτό.

Ο αντιαεροπορικός συναγερμός έχει λήξει τώρα, είμαστε ασφαλείς. Κατά την απαγόρευση κυκλοφορίας οι αρχές προτείνουν να συσκοτίζουμε τα παράθυρα και να προσπαθούμε ν’ ανάβουμε το φως όσο το δυνατόν πιο σπάνια. Οι δρόμοι είναι εντελώς άδειοι, οι πολυκατοικίες δίνουν την εντύπωση ότι είναι εγκαταλειμμένες. Είναι τόσο ανακουφιστικό να σκέφτεσαι ότι τουλάχιστον αυτές τις πολυκατοικίες αυτή τη στιγμή δεν τις απειλεί κανένας κίνδυνος, που μ’ όλη τους τη δύναμη προσπαθούν να μασκαρέψουν τη ζωή των ενοίκων τους, να την κάνουν αόρατη.

Η ζωή στην πόλη κατά τη διάρκεια του Lockdown κάνει μια τακτική οπισθοχώρηση, ελπίζει όμως να μπορεί αύριο πάλι να λάβει χώρα και να βλέπει τον δρόμο σαν δρόμο, όχι σαν πηγή κινδύνων.

Κάτι εντελώς άλλο ζει τώρα η Μαριούπολη. Περίπου 1.000 άνθρωποι από κατεστραμμένες πολυκατοικίες βρήκαν καταφύγιο στο Δραματικό Θέατρο, ένα μεγάλο κτίριο στην πόλη. Σε φωτογραφίες από δορυφόρο βλέπεις ότι δίπλα στο θέατρο είναι γραμμένη με άσπρη κιμωλία και μεγάλα γράμματα δυο φορές στα ρωσικά η λέξη «παιδιά». Ίσως αυτή τη λέξη να την έγραψαν κάποιοι στο έδαφος βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους, με την ελπίδα ότι θα προσφέρει προστασία απ’ τις βόμβες και τις χειροβομβίδες.

Η λέξη φαίνεται σαν προειδοποίηση, σαν διάλογος με κάποιον, που δεν θα φανταστεί ποτέ να επιτεθεί σ’ ένα τέτοιο μέρος. Ένας φίλος της μητέρας μου από το Κίεβο, που είχε συνεργαστεί ως σκηνοθέτης θεάτρου με Ρώσους συναδέλφους, είναι ακόμα σίγουρος ότι η Ρωσία κάνει επιθέσεις μόνο σε στρατιωτικές δομές. Όταν η μητέρα μου του φέρνει αντίρρηση: «Μα οι πολυκατοικίες έχουν υποστεί ζημιές!», τότε της απαντά: «Αυτό ήταν λάθος, έγκλημα, πίστεψέ με, θα τιμωρήσουν τους υπεύθυνους!»

Αυτή την πίστη, ότι ποτέ δεν θα κάνουν κάτι, έστω κι αν ο πόλεμος έχει γίνει τόσο τρομερός, διαβάζω στη λέξη «παιδιά». Η λέξη βουβή μιλά σε όλους μας, σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Σήμερα βομβαρδίστηκε το θέατρο, κάνουν λόγο για βόμβα υψίστης απόδοσης. Αυτό σημαίνει ότι το κτίριο δεν υπάρχει πια. Λόγω των ακατάπαυστων πυρών οι σωστικές δυνάμεις δεν μπορούν να πλησιάσουν το μέρος και να προσπαθήσουν να χτενίσουν τα συντρίμμια για επιζώντες.

Εγώ είμαι ασφαλής, ο αντιαεροπορικός συναγερμός έχει σιγήσει και θεωρητικά μπορούμε να πάμε για ύπνο. Αύριο αρχίζει μια νέα ημέρα. Αυτό σημαίνει ότι θα φέρει νέα γεγονότα, που θα τα συζητάμε και θα τα σκεφτόμαστε, δεν θα σκεφτόμαστε πια το θέατρο στη Μαριούπολη. Μου φαίνεται αδιανόητο αυτό. Οι ημέρες αυτού του πολέμου δεν πρέπει απλώς να τελειώνουν όπως όλες οι άλλες ημέρες. Κάποιος επέτρεψε αυτόν τον πόλεμο, ο κόσμος σκέφτηκε, είχε τις αμφιβολίες του και όμως το επέτρεψε. Ίσως είναι πολύ αργά πια, αλλά ο ουρανός πάνω από τη Μαριούπολη πρέπει επειγόντως να προφυλαχτεί!

Το επόμενο πρωί μαθαίνω ότι σωστικές δυνάμεις όντως μπόρεσαν να φτάσουν στα συντρίμμια του θεάτρου. Από το καταφύγιο, που βρισκόταν κάτω από το θέατρο, βγαίνουν επιζώντες.

 

Τρίτη, 15 Μαρτίου / Στον πόλεμο σχεδόν μόνο τον πόλεμο σκέφτεσαι

Οι κάτοικοι του Κιέβου επιστρέφουν. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά έτσι είναι. Μια φίλη με ενημέρωσε: «Στην πολυκατοικία μας όλοι οι ένοικοι είναι πάλι εδώ, το βράδυ σε κάθε παράθυρο είναι αναμμένο κι ένα φως».

Το παρατηρώ και η ίδια. Ο δρόμος που μένω είναι γεμάτος νεαρά πρόσωπα. Εντωμεταξύ χτες κιόλας χτύπησαν κοντινές πολυκατοικίες. Ένα κιόσκι με καφέ και γλυκά είν’ ανοιχτό, απ’ έξω έχει σχηματιστεί μια μικρή ουρά.

Πολλοί άνθρωποι διέσχιζαν την πόλη με τα σκυλιά τους, θα μπορούσε να πει κανείς ότι έγιναν φυσιολογικοί και πάλι τέτοιοι περίπατοι. Είχε λιακάδα και καλό καιρό, ο κρύος αέρας υποχωρούσε, και πολλοί προσπαθούσαν ν’ απολαύσουν τον χρόνο τους πριν από την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Για το Κίεβο ανακοινώθηκε και πάλι ένα μεγάλο Lockdown, κανένας δεν θα μπορεί να βγει απ’ το σπίτι του, εκτός κι αν θέλει να πάει σε κάποιο καταφύγιο.

Σήμερα είδα ένα βίντεο κάποιου συμβούλου του προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, που συνήθως λέει καλές ειδήσεις. Ο σύμβουλος είπε ότι η Ουκρανία έχει γενικά κερδίσει τον πόλεμο μόνο και μόνο επειδή απέτυχε η ιδέα να διχάσουν τη χώρα, να επιτεθούν στον άμαχο πληθυσμό και να καταλάβουν τις μεγάλες πόλεις. Οι κυρώσεις έχουν ισχυρή επίδραση, αλλά χρειαζόμαστε λίγο ακόμα χρόνο, για να νικήσουμε στρατιωτικά, είπε. Εντωμεταξύ δυστυχώς ρωσικοί πύραυλοι κατάφεραν να χτυπήσουν κάποιες πολυκατοικίες. Αυτή είναι καθώς φαίνεται η στρατηγική της Ρωσίας. Παρόμοιες απόψεις έχουν και πολλοί άλλοι πολεμικοί αναλυτές, που περιγράφουν τη νέα μας πραγματικότητα.

Κάποια περαστική έξω από ένα από τα κτίρια που καταστράφηκαν εχθές στο κέντρο της πόλης. Foto: Yevgenia Belorusets

Στη Μαριούπολη σύμφωνα με τις ειδήσεις στα μέσα ενημέρωσης ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν ένα νοσοκομείο. Προς το παρόν οι γιατροί δεν μπορούν να φύγουν απ’ το νοσοκομείο, είναι στο υπόγειο μαζί με 400 κατοίκους από γειτονικές πολυκατοικίες, που τους έφεραν στην κλινική Ρώσοι στρατιώτες. Πολλά κτίρια γύρω απ’ το νοσοκομείο έχουν καταστραφεί, στους δρόμους οι μάχες συνεχίζονται.

Αυτό επισκιάζει μια είδηση, στην οποία ήλπιζα πολύ. Γιατί επιτέλους 20.000 άνθρωποι από τη Μαριούπολη μπόρεσαν να εγκαταλείψουν την πόλη μέσω ενός ανθρωπιστικού διαδρόμου. Εβδομάδες το περίμεναν αυτό συγγενείς, αγαπημένοι, γνωστοί των ανθρώπων αυτών και πολλοί άλλοι, που παρακολουθούσαν με ανατριχίλα τη μάχη της Μαριούπολης. Πολλοί άνθρωποι απελευθερώθηκαν τώρα απ’ αυτή την πόλη, στην οποία δεν φαίνεται να είναι δυνατή πια κάποια ζωή –κι ωστόσο υπάρχουν κάποιοι που παραμένουν εκεί. Όχι μόνο επειδή είναι αιχμάλωτοι σ’ ένα κατειλημμένο νοσοκομείο, αλλά και επειδή είναι αναγκασμένοι γι’ αυτό για οικογενειακούς λόγους ή επειδή νιώθουν ένα χρέος.

Μια γνωστή μου, μια Ουκρανή ιστορικός Τέχνης, έφυγε να σωθεί απ’ το Ιρπίν στο Κίεβο και στη συνέχεια στη Βίνιτσα στην κεντρική Ουκρανία. Από εκεί έγραψε με έναν εντυπωσιακό τρόπο στο Facebook για τη γιαγιά της, που ζει σ’ ένα υπέροχο μικρό σπίτι στο Ιρπίν με έναν περιποιημένο κήπο. Θεώρησα ότι εκείνη η γυναίκα είναι ήδη στο Κίεβο και ήθελα να μάθω τι κάνει τώρα η γιαγιά της γνωστής μου και αν χρειάζεται βοήθεια. Έμαθα ότι βασικά αρνείται να φύγει απ’ το σπίτι της και θέλει να μείνει στο Ιρπίν. Δεν μπορεί να φανταστεί ότι θα ζήσει κάπου αλλού. Η γνωστή μου προσπαθεί πολλές φορές μες στην ημέρα να της τηλεφωνήσει, αλλά δεν μπορεί να πιάσει γραμμή.

Αναρωτιέμαι αν η εορταστική ατμόσφαιρα σήμερα στο Κίεβο έχει να κάνει με τους ανθρωπιστικούς διαδρόμους που επιτέλους άνοιξαν. Ή μήπως ήταν οι καθησυχαστικές, σχεδόν ελπιδοφόρες σκέψεις για την έκβαση του πολέμου που εξέφρασαν πολλοί ειδικοί;

Οι αριθμοί των θυμάτων είναι ήδη τόσο υψηλοί, που είναι δύσκολο να τους συλλάβει κανείς τους αριθμούς αυτούς. Συνέχεια ακούω τα αντιαεροπορικά πυρά πάνω από το Κίεβο να αναχαιτίζουν τα ρωσικά πυρά, βροντές και κρότους. Στον πόλεμο σχεδόν μόνο τον πόλεμο σκέφτεσαι. Οι ιδέες της μεγάλης πολιτικής, οι αφηρημένες συζητήσεις περί του θέματος, τι ανήκει στη «Δύση» και ποιους ρόλους παίζουν η Ρωσία και η Ουκρανία στο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων, χρησιμεύουν ως διανοητικά καταφύγια εντός της αφόρητης διάστασης του πολέμου. Ξεκουράζεσαι στους άνετους χώρους της αναλυτικής σκέψης, όπου συζητούνται αποκλειστικά μεγάλες σχέσεις, και όπου δεν πρόκειται πια για συγκεκριμένες ανθρώπινες ζωές, παρά για κράτη, που η στρατηγική τους συχνά περιγράφεται ως βιογραφική απόφαση.

Πριν αρχίσει η απαγόρευση κυκλοφορίας ήθελα να δω τον σταθμό του μετρό, που χτυπήθηκε χτες τη νύχτα. Έπρεπε να περάσεις από σημεία ελέγχου και να κάνεις κύκλους, για να μπορέσεις να δεις τις καταστροφές. Σε μια σοκαριστικά μεγάλη ακτίνα γύρω απ’ τον σταθμό υπήρχαν σπασμένα γυαλιά, μια στέγη είχε πέσει, πλαστικές πόρτες είχαν παραμορφωθεί από το ωστικό κύμα, εκατοντάδες σπασμένα παράθυρα έβλεπαν μαύρα στον δρόμο. Ένας κύκλος σιγής σχηματιζόταν γύρω απ’ αυτό το μέρος, όπου με ένα χτύπημα υπέστησαν ζημίες πολλές πολυκατοικίες και δεκάδες μικρά μαγαζιά.

Τα χαλάσματα σχημάτιζαν ένα απόκοσμο σκηνικό. Είδα μερικές γυναίκες να στέκονται για κάποια λεπτά μπροστά στα χτυπημένα κτίρια και να παρατηρούν το κατεστραμμένο κομμάτι του δρόμου, λες κι ήθελαν να κρατήσουν στο μυαλό τους για πάντα κάθε ρωγμή, κάθε σπασμένο τζάμι.

 

Δευτέρα, 14 Μαρτίου / Πύραυλοι στο Κίεβο

Σήμερα η μέρα δεν τελειώνει. Διαρκώς ουρλιάζουν οι σειρήνες. Οι κάτοικοι του Κιέβου έχουν εντωμεταξύ συνηθίσει ότι η πόλη μέχρι τώρα είναι συγκριτικά με άλλα μέρη ασφαλής, προς το παρόν τουλάχιστον. Και άνθρωποι έξω απ’ την πόλη έρχονται πρόσφυγες εδώ. Οικογένειες από το Ιρπίν έρχονται στο Κίεβο, από την Μπούτσα και το Βόρζελ. Σε κάποια μέρη απ’ την αρχή του πολέμου δεν υπάρχει νερό, δεν υπάρχουν τρόφιμα πια.

Η φυγή είναι δύσκολη. Μερικές οικογένειες και ομάδες προσφύγων πρέπει να κάνουν μια πολύωρη πορεία με τα πόδια, μέχρι να φτάσουν κάπου όπου θα είναι ασφαλείς. Σε κάποια μέρη απ’ τη δεύτερη ημέρα του πολέμου δεν υπήρχε ηλεκτρικό, ενώ τα πυρά συνεχίζονταν. Από γνωστούς άκουσα ότι ένα ζευγάρι με πέντε παιδιά θα έφτανε χτες στο Κίεβο. Μέρες ήταν στον δρόμο, από τις 25 Φεβρουαρίου έχουν να πιουν φρέσκο νερό, έλιωναν χιόνι, κανένας δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους με τηλέφωνο.

Σήμερα το πρωί μίλησα με τη Σοφία για τον φόβο. Η Σοφία είναι 18 χρονών, σπουδάζει Ιατρική και βοηθά ως τραυματιοφορέας στον Εθελοντικό Στρατό. Έλεγε ότι φοβάται, αλλά ότι παρ’ όλ’ αυτά είναι έτοιμη να πάει στον πόλεμο.

Η Σοφία, φοιτήτρια της Ιατρικής, βοηθά ως τραυματιοφορέας στον Εθελοντικό Στρατό. Foto: Yevgenia Belorusets

Τα πυρά άρχισαν να ακούγονται πιο δυνατά και πιο απειλητικά, αλλά δίπλα στη Σοφία κατά έναν περίεργο τρόπο ένιωθα ασφαλής –λες και η στρατιωτική στολή της αποτελούσε εγγύηση για το ότι δεν θα μας συνέβαινε τίποτα. Τον πατέρας της, επιχειρηματία από το Κιροβοχράντ στην κεντρική Ουκρανία, όπου χτες χτυπήθηκε το αεροδρόμιο, τον έστειλαν το 2014 στο μέτωπο. Ο πόλεμος, η ιδέα του πολέμου δεν υπήρχε γι’ αυτή την οικογένεια μέχρι πριν από οκτώ χρόνια. Αλλά από εκείνη τη χρονιά κι οι δυο τους, η κόρη κι ο πατέρας, ζουν με τη σκέψη ότι πρέπει να υπερασπιστούν την πατρίδα τους.

Η Σοφία έλεγε ότι αυτός ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. «Συνέχεια το έλεγα, πριν από τέσσερα χρόνια ήμουν σίγουρη κιόλας, ότι πρέπει να προετοιμαστούμε γι’ αυτό». Συμφώνησα μαζί της και σκέφτηκα πόσο σοφό θα ήταν ουσιαστικά αυτό. Αλλά κι εγώ για πολλά χρόνια πίστευα το αντίθετο, ήμουν πεπεισμένη ότι ποτέ πια δεν μπορεί να γίνει ένας τέτοιος πόλεμος. Ενώ μιλούσαμε ξέχασα ότι η Σοφία ήταν 14 χρονών, όταν άρχισε να προετοιμάζεται για τον πόλεμο με τις σκέψεις της. Ο πατέρας της ήταν στο μέτωπο, κατά βάθος εκείνη δεν μπορούσε ποτέ να σταματήσει να βλέπει την πραγματικότητα του πολέμου. Κι η ίδια ήταν στο Ντονμπάς, τελευταία φορά πέρυσι το καλοκαίρι σε μια πόλη βόρεια του Ντονέτσκ, την Αβντιβκά, που χτυπήθηκε πολύ. Ήταν εκεί με το ουκρανικό τάγμα των ιατρών, τους «Οσπιτάλιους».

Θυμάμαι τα τηλεφωνήματα του πατέρα μου, που μου τηλεφωνούσε τότε από το Κίεβο. Με ήρεμη φωνή έλεγε: «Χτες άλλοι δυο στρατιώτες μας στο Ντονμπάς σκοτώθηκαν, άλλο ένα σπίτι χτυπήθηκε».

Η Σοφία αυτά τα έβλεπε με τα μάτια της όλον αυτόν τον καιρό. Και παρ’ όλ’ αυτά σκεφτόμουν, όταν της μιλούσα, ότι είναι πολύ μακριά απ’ τον πραγματικό πόλεμο. Γελούσε και αστειευόταν, η έκφραση του προσώπου της γινόταν σοβαρή, όταν πια ακούγονταν πάλι βολές και πυρά του πυροβολικού.

«Όταν ήμουν στην Αβντιβκά», έλεγε, «ήταν σχετικά ήρεμα. Ήμουν τυχερή και μπόρεσα να μάθω πολλά στο νοσοκομείο. Μόνο δυο απ’ τους στρατιώτες μας τραυματίστηκαν τον καιρό που ήμουν εγώ εκεί. Μετά ήρθαν χειρότεροι καιροί». Ξαφνικά σταμάτησε. «Μια στιγμή! Δεν ακούμε αντιαεροπορικά πυρά τώρα, μπορεί να χτυπήθηκαν στόχοι μέσα στο Κίεβο!» Αναγκαστήκαμε να διακόψουμε τη συζήτησή μας. Στον δρόμο για το σπίτι μου διάβασα τις ειδήσεις.

Ένας πύραυλος χτύπησε μια πολυκατοικία, 70 άνθρωποι μεταφέρθηκαν, 10 τραυματίες. Ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του. Την ίδια ώρα περίπου ένα πούλμαν με πρόσφυγες από την πόλη Ίσουμ της ανατολικής Ουκρανίας δέχτηκε πυρά. Κανένας δεν ξέρει αν υπάρχουν επιζώντες. Όλα αυτά έγιναν πριν από το μεσημέρι, όταν αντιπρόσωποι της ουκρανικής κυβέρνησης έκαναν διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία.

Σκέφτομαι ότι η επίθεση στο Κίεβο ήταν ένα σήμα, που σήμαινε ότι κανένας στην Ουκρανία δεν μπορεί να κοιμηθεί με τη σκέψη ότι θα είναι ασφαλής στο σπίτι του ή στο διαμέρισμά του. Οι πύραυλοι σκίζουν τους τοίχους των σπιτιών σαν ανθρώπινο δέρμα. Όλη η ιδέα του σπιτιού, της στέγης και της προστασίας φαίνεται να τίθεται πάλι υπό αμφισβήτηση για την πόλη μας.

Όταν γράφω για τις επιθέσεις και τη βία, χρησιμοποιώ βέβαια τη λέξη πόλεμος, αλλά νομίζω ότι την τρομοκρατία, τη σκόπιμη δολοφονία των απροστάτευτων δεν την περιγράφει σωστά. Τις ανηλεείς επιθέσεις σε πολυκατοικίες και πούλμαν με πρόσφυγες δεν τις καλύπτει αυτός ο όρος. Οι επίσημοι, διεθνώς αναγνωρισμένοι αριθμοί λένε ότι στη Μαριούπολη έχασαν τη ζωή τους 2.357 άνθρωποι, ότι στο Χάρκοβο καταστράφηκαν 600 πολυκατοικίες.

Αυτό το κείμενο το έγραψα πριν με πάρει ο ύπνος. Σήμερα στις πέντε το πρωί το σπίτι μου άρχισε να τρέμει από μια ισχυρή έκρηξη. Ξύπνησα με την αίσθηση ότι στην κοιλιά μου απλώνεται ένα ψύχος. Απ’ το παράθυρο είδα ότι με τις γειτονικές πολυκατοικίες και με την πολυκατοικία των γονιών μου επίσης όλα ήταν εντάξει. Αρχίζω να σκέφτομαι να φύγω, ότι θα πρέπει όντως να προγραμματίσω να εγκαταλείψω το Κίεβο.

Πώς μπορεί να βάλει ο κόσμος ένα τέλος στο έγκλημα αυτό; Δεν είναι μόνο πόλεμος, αλλά και μια συνεχής τρομοκρατική επίθεση. Και φαίνεται ότι αυτά τα εγκλήματα, που υποτίθεται ότι θα υποτάξουν την Ουκρανία και θα τη μετατρέψουν σε αποικία, δεν θέλουν απλώς να εκφοβίσουν μάταια εμάς, αλλά να θέσουν υπό το καθεστώς φόβου ολόκληρο τον κόσμο. Η απόγνωση και ο φόβος βοηθούν να καθίσταται δυνατή αυτή η τρομοκρατία.

 

Κυριακή, 13 Μαρτίου / Ένα απρόσμενο δώρο

Όταν σουρουπώνει, στο δωμάτιο του διαμερίσματός μου, όπου διαβάζω, ανάβω όσο πιο λίγο φως μπορώ. Έξω έχει ακόμα φως και η αντίθεση με τα παράθυρά μου δεν είναι πολύ μεγάλη. Αυτή την ώρα δεν είναι ακόμα επικίνδυνο, ν’ ανάβεις φώτα στο σπίτι. Αυτός ο υπερφωτισμός του δωματίου μου διαρκεί μόνο 30 με 40 λεπτά, μετά έρχεται το βράδυ, που το περνάω στο σχεδόν σκοτεινό διαμέρισμα.

Σήμερα θα ήθελα να γράψω για δυο συναντήσεις. Είχα ξεκινήσει για τον δρόμο του Κιέβου, όπου ζούσα για κάποια χρόνια. Προς έκπληξή μου είδα ότι σ’ ένα όμορφο καφέ, που όπως τα περισσότερα καφέ στην πόλη ήταν κλειστό απ’ την αρχή του πολέμου, είχε αναμμένα φώτα που σε προσκαλούσαν. Μπήκα μέσα και παρήγγειλα έναν καπουτσίνο, ένα ρόφημα που συνέχεια προσπαθώ να βρω στο Κίεβο κατά τη διάρκεια του πολέμου, και όποτε το πετυχαίνω, το απολαμβάνω με έναν νέο τρόπο.

Είναι ένα παιχνίδι που παίζω με τον εαυτό μου. Αναρωτιέμαι καθημερινά αν θα βρω στον δρόμο μου ανοιχτό κάποιο κιόσκι με καφέ. Όταν παίρνω ένα φλιτζάνι, χαίρομαι πάρα πολύ, σαν να πήρα ένα απρόσμενο δώρο.

Το καφέ ήταν ανοιχτό, επειδή ένας εργαζόμενος, που είχε παραιτηθεί πριν απ’ τον πόλεμο, πρότεινε στον ιδιοκτήτη να δουλεύει μόνος του. Αυτόν τον πρώην εργαζόμενο τον λένε Αλεξέι, είχε γενέθλια εκείνη τη μέρα, που δεν θα τα γιόρταζε. Μου είπε: «Ήθελα τουλάχιστον να κάνω κάτι, το σκέφτηκα και αποφάσισα ότι το καλύτερο είναι ν’ ανοίξω το καφέ».

Δεν έχει κανένα μέρος, στο οποίο μπορεί να πάει να σωθεί, είπε, γιατί μετά τον πόλεμο στο Ντονμπάς το 2014 έφυγε από την περιφέρεια του Λουχάνσκ. Δεν θέλει να φύγει και από το Κίεβο τώρα. Η οικογένειά του είναι κάπου κοντά στο Λουχάνσκ, σκέφτεται συνέχεια τους γονείς του και την αδελφή του, που ζούνε στις κατεχόμενες περιοχές, και που έχει να τους δει χρόνια.

Για τα γενέθλιά του ο Αλεξέι, ο μπαρίστα, είπε: «Τα πάντα έχουν χάσει τη σημασία που είχαν. Μόλις χτες θυμήθηκα ότι έχω γενέθλια σήμερα. Άλλωστε είναι Κυριακή». Του είπα ότι αύριο, τη Δευτέρα, ίσως έρχονταν περισσότεροι πελάτες στο καφέ. Τότε μας έπιασαν και τους δυο τα γέλια, γιατί δεν έχει καμία διαφορά αν είναι Κυριακή, Δευτέρα ή Παρασκευή. Τα σημαντικά γεγονότα στο ρυθμό της ζωής καθορίζονται διαφορετικά στον πόλεμο και έρχονται χωρίς προειδοποίηση.

Μετά συνάντησα ένα ζευγάρι με δυο μικρά σκυλιά. Τη γυναίκα την έλεγαν όπως κι εμένα, Γεβγκένια. Και οι δυο ισχυρίστηκαν ότι έφυγαν πρόσφυγες απ’ το Τσερνίχιβ. Αργότερα είπαν ότι, από προσοχή, που αυτή την εποχή απαιτείται απ’ όλους, δεν είχαν κατονομάσει τη σωστή πόλη. Στην πραγματικότητα κι οι δυο ήταν απ’ την περιφέρεια του Κιέβου, από ένα χωριό στην ανατολική όχθη του Δνείπερου.

Συνάντησα ένα ζευγάρι με δυο σκυλιά στην πόλη, και οι δυο είναι 85 χρονών. Μαζί με άλλους τέσσερις πρόσφυγες συγγενείς τους έχουν έρθει να μείνουν στην οικογένεια των νέων εγγονιών τους, που μένουν σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στο Κίεβο. Foto: Yevgenia Belorusets / DER SPIEGEL

Είναι και οι δυο 85 χρονών, μαζί άλλους τέσσερις πρόσφυγες συγγενείς τους ήρθαν να μείνουν στην οικογένεια των νέων εγγονιών τους, που μένουν σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στο Κίεβο. Τα παιδιά έχουν, είπαν, τη δική τους ζωή, που είναι πολύ φυσιολογικό, αλλά μόνο εδώ μπορούσαν να έρθουν. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα φύγουν ακόμα πιο μακριά απ’ το χωριό τους απ’ ό,τι μέχρι εδώ, είπαν κι οι δυο.

Τα σκυλιά τους, είπαν μετά, δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν πια τους πυραύλους και τις εκρήξεις, ωστόσο έμειναν μέχρι την τελευταία στιγμή στο σπίτι και μετά πια ήρθαν στο Κίεβο. Ο άντρας με κοίταξε. Με ρώτησε: «Εσείς έχετε τουλάχιστον εδώ κάποιο μέρος να μείνετε;» Κούνησα το κεφάλι μου μόνο, το «ναι» δεν μπόρεσα να το αρθρώσω.

 

Σάββατο, 12 Μαρτίου / Πολύ κουρασμένη για το καταφύγιο

Πέρασα μια νύχτα ξάγρυπνη. Οι σειρήνες που σήμαιναν αντιαεροπορικό συναγερμό σ’ όλη την πόλη συνέχεια με ξυπνούσαν. Ήμουν όμως πολύ κουρασμένη για να πάω στο καταφύγιο. Άκουγα εκρήξεις και ήλπιζα να μην υπάρχουν τραυματίες. Μετά προσπαθούσα ν’ ανακαλύψω τι συμβαίνει αλλά στο Telegram εμφανιζόταν όλο και κάτι άλλο, για άλλες πόλεις. Έλεγε για τους αποκλεισμούς που κάνουν οι ρωσικές μονάδες γύρω απ’ τις πόλεις και για τους κατοίκους τους που ζουν μέρα και νύχτα με τον εφιάλτη της πολιορκίας.

Στο πρόγραμμά μου σήμερα είχα να πάω να παραλάβω το αλεξίσφαιρο γιλέκο, που επιτέλους μου έστειλαν. Μετά ήθελα να επισκεφτώ μια κυρία, που προσέχει εδώ στη γειτονιά μια πολυκατοικία, κάτι σαν θυρωρός, και βλέπει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Υπάρχουν πολλές τέτοιες γυναίκες που προσέχουν πολυκατοικίες στην πόλη, απ’ την αρχή του πολέμου η κυρία αυτή είχε αναλάβει και μια επιπλέον εργασία –έπρεπε να βλέπει και να μην κλαπεί τίποτα από τα εγκαταλειμμένα διαμερίσματα. Το όνομά της μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια και ήταν όμορφο: Ντούσια.

Τη νύχτα με καταλάμβανε συνέχεια φόβος. Οι σειρήνες με τους μακρόσυρτους, μελαγχολικούς ήχους τρομπέτας μού προκαλούσαν ανησυχία. Φανταζόμουν ένοπλους ξένους να επιτίθενται στο Κίεβο, για να κάνουν να σωπάσει και να εξαφανιστεί κάθε δρόμος, κάθε σπίτι, κάθε ιδιαιτερότητα αυτής της πόλης. Συνέχεια έλεγα από μέσα μου, είναι απλώς μια μικρή κρίση πανικού, θα περάσει γρήγορα.

Όταν τηλεφώνησα στην Ντούσια πρώτη φορά, ένιωσα στη φωνή της τρυφερότητα και ανησυχία. Χάρηκε που κάποιος που είχε φύγει απ’ την πολυκατοικία μου ζήτησε να μάθω τι κάνει. Κανένας δεν μπορεί να την αλλάξει στη σκοπιά της, γιατί είναι μόνη της, και επιπλέον ζει στην πολυκατοικία στην οποία δουλεύει. Και εγώ αρχικά τής ακούστηκα ύποπτη, γι’ αυτό ήθελε να μιλήσουμε πολλή ώρα στο τηλέφωνο, για να πειστεί ότι μπορεί να με εμπιστεύεται. Εντωμεταξύ φοβάται κιόλας να πάει για ψώνια.

Την επισκέφτηκα στο μικρό της δωμάτιο θυρωρού στο ισόγειο της πολυκατοικίας. Είχε χώρο μόνο για ένα τραπέζι κι έναν καναπέ, η τηλεόραση έπαιζε. Είπε: «Πολλοί φεύγουν τώρα απ’ το Κίεβο, αλλά εγώ δεν έχω κανένα μέρος, όπου μπορώ να πάω να σωθώ. Οι συγγενείς μου μένουν έξω απ’ το Τσερνίχιβ, και ξέρετε τι γίνεται τώρα εκεί. Πού να πάω; Πού μπορώ να πάω;»

Είδα σαστιμάρα στο πρόσωπό της, αλλά το είχε πάρει απόφαση να μείνει εκεί που είναι. 15 οικογένειες έχουν μείνει στο μεγάλο μπλοκ που προσέχει, θέλουν να μπορούν να στηρίζονται στην Ντούσια. Προσπάθησα με όχι ιδιαίτερα επιτυχημένα αστεία να της φτιάξω τη διάθεση. Όταν μου χαμογέλασε, χάρηκα και αποφάσισα να την επισκεφτώ σύντομα πάλι.

Νέα έργα του καλλιτέχνη Νικίτα Καντάν, ο οποίος ζει ακόμα στο Κίεβο Foto: Yevgenia Belorusets / DER SPIEGEL

Το βράδυ έλαβα ένα μήνυμα από τη φίλη μου. Μια ομάδα γυναικών με παιδιά πήγε σήμερα να φύγει με τα πόδια από ένα κατεχόμενο χωριό έξω απ’ το Κίεβο για να σωθεί, μου έγραφε. Το όνομα που έχει ακόμα το χωριό είναι από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης: «Νίκη».

Όταν η ομάδα των γυναικών έφευγε απ’ το χωριό, δέχτηκε πυρά. Επτά γυναίκες και ένα παιδί έχασαν τη ζωή τους. Η φίλη μου μου έλεγε ότι καταλαβαίνει γιατί οι Ουκρανοί χρησιμοποιούν τη λέξη «γενοκτονία», όταν περιγράφουν αυτόν τον πόλεμο. Δεν ξέρω αν είναι η σωστή λέξη, έβλεπα μόνο αυτό το μήνυμα και το διάβαζα ξανά και ξανά.

Όταν κοιτάζω πού και πού τα σχόλια των αναγνωστών κάτω απ’ το ημερολόγιό μου, βλέπω συχνά κάποια που έχουν παρόμοια επιχειρηματολογία. Τις ξέρω αυτές τις προτάσεις και από άρθρα, στα οποία «ειδικοί», που για χρόνια το έπαιζαν αντίπαλοι του ρωσικού καθεστώτος, έκαναν αναλύσεις και εξέφραζαν τη δήθεν ανεξάρτητη αλλά πάντα ίδια άποψή τους: Αυτό το καθεστώς είναι απάνθρωπο, δολοφονικό, δυστυχώς, αλλά και πολύ επικίνδυνο και απρόβλεπτο. Πραγματικά δεν μπορούμε να φανταστούμε τι μπορεί να κάνει αυτός ο ανατριχιαστικός άνθρωπος στον κόσμο, αν χάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αν κερδίσει όμως, τότε θα κερδίσει κι ο κόσμος λίγο χρόνο, ώστε να προετοιμαστεί, να σκεφτεί, να καταλάβει καλύτερα την κατάσταση.

Αυτού του είδους η επιχειρηματολογία μαθαίνει στον κόσμο: Αν δεν μπλεχτούμε, τότε τα δεινά δεν θα είναι και τόσο μεγάλα. Ο φόβος συνεχίζει να έχει πέραση, δεν του επιβάλλει κανείς κυρώσεις.

Τις συνέπειες αυτού του τρόπου σκέψης, που διαδόθηκε σε πολλές γλώσσες από χιλιάδες διαφορετικές φωνές σε όλα τα μεγάλα εγκλήματα του κόσμου, ζούμε τώρα. Δεν πρόκειται μόνο για το ότι η Ιστορία και τα δεινά επαναλαμβάνονται και μπορούν να επαναλαμβάνονται συνεχώς, αλλά και για τη συνήθεια να προσφέρουμε θυσίες και να ευχαριστούμε τους εγκληματίες και τα τέρατα.

Εντωμεταξύ αυτό το τέρας δείχνει τώρα τη δύναμή του, κάνοντας επιθέσεις σε γυναίκες και παιδιά, που εγκαταλείπουν τη «Νίκη» με τα πόδια και στην πραγματικότητα δεν μπορούν να προστατευτούν απ’ τα βαριά του όπλα.

 

Παρασκευή, 11 Μαρτίου / Μουσική

Τα παράθυρα στο μικρό δωμάτιό μου είναι συσκοτισμένα με σκεπάσματα, είναι αναμμένο ένα φως και είναι πολύ ωραία. Μια εφαρμογή στο κινητό μου μου ανακοινώνει με γυναικεία φωνή: «Ο αντιαεροπορικός συναγερμός έληξε». Είναι μια από τις στιγμές που σκέφτομαι ότι έχω ανακαλύψει κάτι θεμελιώδες. Έχω καταλάβει πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί η φωτογραφία. Με απασχολεί πολύ καιρό τώρα η φωτογραφία, αλλά ποτέ δεν την κατάλαβα τόσο πρακτικά όπως τώρα.

Μόνο με τη βοήθεια φωτογραφιών και εικόνων μπορώ να θυμηθώ την πορεία του σημερινού περιπάτου μου. Μέσα σ’ αυτή την καθημερινότητα του πολέμου μόνο κάτι ξένο, επιπρόσθετο, σχεδόν μηχανικό σαν τη φωτογραφία είναι ικανό να συγκρατήσει τη ροή των πραγμάτων και τις αναμνήσεις.

Όταν πήγα περίπατο, σκεφτόμουν ακόμα τις πρωινές ειδήσεις και δεν πρόσεχα καθόλου τον δρόμο. Με βαθιά θλίψη αναγκάστηκα να παραδεχτώ την πιθανότητα ότι σε τελικά μπορεί να εξαναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε το Κίεβο. Μέρες τώρα ήταν σαφές, αλλά σήμερα μου ήρθε πάλι στο μυαλό αυτή η πιθανότητα.

Μετά σκέφτηκα, τουλάχιστον τώρα, που είμαι ακόμα στο Κίεβο, πρέπει να εκτιμώ το κάθε λεπτό και να κοιτάζω γύρω μου –να βλέπω την πόλη, τους δρόμους, τους ανθρώπους. Ήταν μια κάπως αφελής απόφαση αυτή. Γρήγορα βυθίστηκα και πάλι σε σκέψεις και δεν παρατηρούσα πια τι γινόταν γύρω μου.

Οι στρατιώτες της πολιτοφυλακής ζέσταιναν τα χέρια τους. Είδα δυο ωραία πρόσωπα νεαρών γυναικών, που χαμογελαστές μου είπαν ότι ήταν στον «Εθελοντικό Στρατό της Ουκρανίας». Μου έδωσαν τα τηλέφωνά τους. Μπορεί να συναντηθούμε κιόλας, είπαν.

Λίγο αργότερα άκουσα, αρκετά απρόσμενα, μουσική. Εκείνη τη στιγμή διέσχιζα το Πάρκο των Γλυπτών, τη λεωφόρο. Από μακριά άκουσα τύμπανα, έναν μελωδικό ήχο πνευστού και καμπάνες. Η μουσική ερχόταν απ’ τους λόφους. Άκουγα πολύ προσεχτικά και η μουσική με κάθε βήμα γινόταν και πιο δυνατή. Τότε είδα μια μικρή ομάδα αντρών και γυναικών με μουσικά όργανα, που μακριά έπαιζαν μουσική. Αποτελούνταν από τον συνδυασμό διαφορετικών αποσπασμάτων, ήχων και παύσεων.

Μαγεμένη άκουγα. Με πλησίασαν και με προσπέρασαν με φιλικά βλέμματα. Ήμουν τόσο εντυπωσιασμένη, που είδα κι άκουσα αυτή τη μουσική, που δεν μπορούσα να θυμηθώ τι έγινε μετά.

Μια εργαζόμενη στην κοινότητα μουτζουρώνει με σπρέι τους χάρτες της πόλης για τους τουρίστες στο Κίεβο. Η δράση αυτή θα δυσκολέψει τη δουλειά των Ρώσων σαμποτέρ. Foto: Yevgenia Belorusets / DER SPIEGEL

Μόνο που οι φωτογραφίες, που θα προσπαθήσω να συνεχίσω να βγάζω, μου θυμίζουν μια δεύτερη σημαντική σκηνή. Στην πόλη είχαν βγει εργαζόμενοι της κοινότητας του Κιέβου και με χρώμα σε σπρέι μουτζούρωναν τους χάρτες της πόλης για τους τουρίστες στο κέντρο του Κιέβου, που τους βρίσκεις παντού σε πινακίδες στο κέντρο. Οι εργαζόμενοι συνοδεύονταν από οπλισμένα μέλη της πολιτοφυλακής. Μπόρεσα να βγάλω φωτογραφίες με την προϋπόθεση ότι δεν θα ήταν αναγνωρίσιμο κανένα πρόσωπο.

Τώρα η μνήμη μου πάει σ’ ένα επεισόδιο, που έχει επίσης να κάνει με μουσική: Στις 8 Μαρτίου, την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, πήγα με τη μητέρα μου σε ένα φαρμακείο. Στον δρόμο συναντήσαμε μια ηλικιωμένη γυναίκα μ’ ένα τριαντάφυλλο. Η μητέρα μου μίλησε στη γυναίκα, έπιασαν κουβέντα και αντάλλαξαν τηλέφωνα, για να μπορούν να βοηθήσουν η μια την άλλη σε περίπτωση ανάγκης.

Μετά η γυναίκα άρχισε να απαγγέλει ένα ποίημα, που το ’γραψε κατά τη διάρκεια του πολέμου στα ρωσικά. Μιλούσε για τη δικτατορία, τον πόλεμο και στο τέλος υπήρχε μια υπόσχεση ότι το απόλυτα παράλογο και κακό ποτέ δεν θα μπορέσει να νικήσει. Η γυναίκα φορούσε ένα μαντίλι και ήταν σεμνή, αλλά η μελωδία των στίχων της ήταν μουσική και συγκινητική.

Τις πινακίδες με τους χάρτες της πόλης για τους τουρίστες τις έβαψαν, για να μην μπορούν οι σαμποτέρ, που προσπαθούν συνέχεια να προωθηθούν στο Κίεβο και τις άλλες πόλεις, να χρησιμοποιήσουν τους χάρτες για να προσανατολιστούν. Λέγεται ότι συχνά δεν έχουν smartphones και χάνονται μέσα στους οικισμούς και τους δρόμους.

 

Πέμπτη, 10 Μαρτίου / Ψευδαισθήσεις

Μια ημέρα σ’ ένα ημερολόγιο φαίνεται να είναι είναι μια ολοκληρωμένη ενότητα. Μια καταγραφή τρέφει την ψευδαίσθηση ότι μπορείς να βγάλεις συμπεράσματα απ’ αυτή, είναι η ψευδαίσθηση μιας λογικής αφήγησης.

Αυτός ο πόλεμος έχει πολλές τέτοιες ψευδαισθήσεις. Για παράδειγμα, το ότι είχε έναν πρόλογο, που προηγήθηκε της αρχής των επιθέσεων: Οι ρωσικές μεραρχίες συγκεντρώθηκαν στα σύνορα της Ουκρανίας, πολιτικοί ανήγγειλαν τον πόλεμο, διπλωμάτες εγκατέλειψαν τη χώρα. Ο πόλεμος ακολούθησε μια αναμονή, μια πρόβλεψη, σαν θεατρικό έργο, στο οποίο εξιστορείται η πλοκή σ’ ένα προοίμιο, σαν εκπληρωμένη προφητεία.

Ακόμα δυσκολεύομαι να φανταστώ τι συμβαίνει, όταν μαθαίνεις εκ των προτέρων ότι ένας πόλεμος έχει φτάσει έξω απ’ την πόρτα σου, ένας πόλεμος, που ο κύκλος του είναι να τρομοκρατεί ειρηνικές πόλεις με βόμβες και να δολοφονεί χιλιάδες ανθρώπους. Στις ειδήσεις έλεγε σήμερα: Οι απώλειες του ουκρανικού άμαχου πληθυσμού είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες του στρατού.

Υποθέτω ότι πριν αρχίσει ο πόλεμος ακόμα και οι πολιτικοί που τον είχαν προφητέψει δεν το πίστευαν κι οι ίδιοι και συνέχεια ελπίζανε ότι θ’ αποφευχθεί ο πόλεμος. Διαφορετικά ο κόσμος θα είχε κάνει το παν –ή ίσως περισσότερα απ’ το «παν»– για να μην επιτρέψει αυτή την άβυσσο. Ο πόλεμος ήταν εξωπραγματικός, παράλογος, δεν μπορούσαμε να τον διανοηθούμε. Όταν ξυπνάς μες στον πόλεμο, το ίδιο ακριβώς παραμένει: ακόμα αδιανόητος.

Όμως στο επίπεδο της πολιτικής σε αυτή την ελλιπή ικανότητα φαντασίας προστέθηκε και ο φόβος ενός τεράστιου φαντάσματος, που το κατασκεύαζε χρόνια τώρα μια διεφθαρμένη και επιθετική δικτατορία με την προπαγάνδα της. Αυτό το φάντασμα κατάφερε μάλιστα να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό ότι είναι τάχα τόσο ισχυρό, που μπορεί να καταλάβει την Ουκρανία με έναν κεραυνοβόλο πόλεμο μέσα σε λίγες ημέρες. Υποτίθεται ότι θα ήταν ταξιδάκι αναψυχής για τους στρατιώτες – ότι θα τους χαιρετούν με λουλούδια. Μια γρήγορη νίκη ήταν τάχα σίγουρη.

Ο φόβος μάς έδεσε τα χέρια, η προσοχή έμοιαζε να είναι σοφή απόφαση. Όλοι περίμεναν, μέχρι που πραγματικά άρχισε η καταστροφή. Τώρα είμαι αναγκασμένη στο Κίεβο να παρακολουθώ μαζί μ’ ολόκληρο τον κόσμο να εξαφανίζονται σε μια τεράστια φωτιά σπίτια, ανθρώπινες ζωές και αναμνήσεις.

Και μετά, μες στον πόλεμο, μέσα στους ανούσιους θανάτους, τους τραυματισμούς, τα δεινά και τις απώλειες, ανακοινώνονται κι άλλα εγκλήματα. Σχεδόν καθημερινά η Ρωσία παρουσιάζεται με παλιές και νέες απαιτήσεις, που είναι πάντοτε εδαφικές αξιώσεις. Πάλι γράφεται ένας νέος πρόλογος στην αφήγηση του πολέμου. Αν δεν γίνουν δεκτές οι απαιτήσεις, να τους χαρίσουμε κι άλλα εδάφη μαζί με τους ανθρώπους που ζουν εκεί, η Ρωσία θα ανακοινώσει ακόμα περισσότερο πόλεμο, ακόμα περισσότερο θάνατο.

Ένας διανομέας φαγητού πηγαίνει τρόφιμα σε ηλικιωμένους ή άρρωστους ανθρώπους. Οι λίγοι εργαζόμενοι που έχουν μείνει στην πόλη κάνουν διανομές διασχίζοντάς την κάθε μέρα με τα πόδια. Foto: Yevgenia Belorusets

Ενώ γράφω, με παίρνει τηλέφωνο μια φίλη και μου λέει ότι η μητέρα της, που ζει ακόμα στο Χάρκοβο, ανακάλυψε από το μπαλκόνι της έναν άντρα, που έξω απ’ την πολυκατοικία τους έδινε στα ρωσικά τις συντεταγμένες για βομβαρδισμό. Ήταν προφανώς «ναβότσικ», μια παρωχημένη λέξη από μια άλλη εποχή, που σημαίνει κάτι σας «πυροβολητής» – κάποιος που αποφασίζει πού θα γίνει το επόμενο χτύπημα και έτσι βοηθά να χτυπηθούν ειρηνικές περιοχές. Δίπλα σ’ εκείνη την πολυκατοικία πρόκειται να οργανωθεί διανομή τροφίμων. Ίσως γι’ αυτό επέλεξε εκείνο το σημείο ο ναβότσικ.

Ο πατέρας μιας άλλης φίλης έμεινε στο Χάρκοβο, γιατί οι εργάτριες της μικρής εταιρίας του δεν μπορούσαν να φύγουν απ’ την πόλη. Ήλπιζε ότι θα μπορέσει να βοηθήσει τους ανθρώπους εκεί. Για μέρες άντεξε τις επιθέσεις με τους πυραύλους και τους όρμους αλώβητος. Τώρα η φίλη μου προσπαθεί να του βρει ψυχολογική βοήθεια, σε μια πόλη που δέχεται πυρά. Ο πατέρας της δεν μπορεί πια να καταλάβει πού βρίσκεται και τι συμβαίνει γύρω του.

Στο Χάρκοβο τα ζώα σ’ έναν μικρό ιδιωτικό ζωολογικό κήπο τραυματίστηκαν τις πρώτες μέρες του πολέμου. Οι εργαζόμενοι του ζωολογικού κήπου έμειναν στην πόλη, για να φροντίζουν τα ζώα. Σήμερα μερικοί απ’ αυτούς τραυματίστηκαν, όταν γυρίζοντας σπίτι τους από τον ζωολογικό κήπο δέχτηκαν σκόπιμα πυρά. Κάποιοι πέθαναν.

Μια γνωστή μου έχει περάσει δώδεκα ημέρες σ’ ένα υπόγειο μιας μικρής πόλης έξω απ’ το Κίεβο, χωρίς φως, σχεδόν χωρίς φαΐ. Σήμερα διασώθηκε.

Εμένα σήμερα με έπιασε στον δρόμο στο Κίεβο ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Το ζευγάρι πρόσεξε ότι χρησιμοποιούσα τη φωτογραφική μου μηχανή και έβγαζα φωτογραφίες, και υποψιάστηκαν ότι μπορεί να κατασκόπευα για τη Ρωσία. Με πήγαν σε μια θέση ελέγχου με την ελπίδα ότι θα με αφόπλιζαν. Εντωμεταξύ εγώ ήθελα απλώς να βγάλω μια ελπιδοφόρα φωτογραφία στην πόλη. Ήθελα να δείξω ότι στο Κίεβο λειτουργεί και πάλι μια υπηρεσία διανομής φαγητού, που πηγαίνει τρόφιμα σε ηλικιωμένους ή άρρωστους ανθρώπους. Οι λίγοι εργαζόμενοι που έχουν μείνει στην πόλη κάνουν διανομές διασχίζοντάς την κάθε μέρα με τα πόδια! Αυτό σημαίνει ότι εκείνοι που τώρα χρειάζονται βοήθεια και δεν μπορούν οι ίδιοι να πηγαίνουν για ψώνια θα έχουν λίγη περισσότερη σιγουριά και στοργή.

 

Τετάρτη, 9 Μαρτίου / Σφάλμα στο τοπίο

Σήμερα περπάτησα επιτέλους πάλι χωρίς κανέναν φόβο τη Λεωφόρου Τοπίου, έναν απ’ τους ωραιότερους και δημοφιλέστερους δρόμους στο Κίεβο. Είναι μια λεωφόρος με μια εξαίσια θέα στην αριστερή όχθη του Δνείπερου και τις γειτονιές του Κιέβου. Τη λεωφόρο αυτή τη λένε και Πάρκο των Γλυπτών, περνάει μπροστά από παλιά κτήρια του Κιέβου μέχρι το Ιστορικό Μουσείο. Τις περισσότερες ημέρες από την αρχή του πολέμου η λεωφόρος αυτή δεν είχε καθόλου ζωή, προφανώς είχε γίνει αφιλόξενη, επειδή είναι ανοιχτή και απροστάτευτη.

Εντωμεταξύ εδώ έρχονται εκείνοι που έχουν παραμείνει στο Κίεβο, που κατοικούν κοντά και μπορούν να βγουν βόλτα με τα σκυλιά τους. Είναι πολλοί λίγοι οι περαστικοί, αλλά η Λεωφόρος Τοπίου δεν είναι πια εντελώς άδεια όπως στην αρχή των επιθέσεων.

Οι σειρήνες σήμαναν αντιαεροπορικό συναγερμό, αλλά εγώ παρ’ όλ’ αυτά κοντοστάθηκα και απολάμβανα τη θέα. Τότε παρατήρησα μακριά ένα μεγάλο άσπρο σύννεφο καπνού. Κάπου κάτι καιγόταν. Κοίταξα στο Telegram, αλλά δεν βρήκα καμία αναφορά για το τι μπορεί να ήταν.

Το τοπίο έμοιαζε ονειρικό, και μόνο αυτό το μακρινό σημάδι κάποιας φωτιάς έδειχνε κάποιο σφάλμα στο τοπίο. Μετά άκουσα μια αντρική φωνή με λυγμούς να με πλησιάζει.

Ένας προφανώς άστεγος κάτοικος του Κιέβου διέσχιζε τη λεωφόρο μ’ ένα παλιό σακίδιο. Είχε τυλίξει πλαστικές σακούλες στα παπούτσια του, για να ζεσταίνει τα πόδια του. Στο χέρι του κρατούσε ένα μικρό μισοάδειο μπουκάλι βότκα. Συγχρόνως μιλούσε πολύ δυνατά στο κινητό του και ρωτούσε συνέχεια να μάθει πώς είναι κάποιος. Σε κάθε απάντηση ξεσπούσε και πάλι σε λυγμούς, σαν παιδί, συνέχεια. Αποσπασματικά κατάλαβα ότι επρόκειτο για κάποια εκκένωση. Τον σταμάτησα και του έβαλα λίγα χρήματα στο χέρι, τα πήρε, χωρίς να διακόψει τη συνομιλία.

Όπου πηγαίνω, βλέπω ως επί το πλείστον ευγενικά, συμπονετικά, ήρεμα πρόσωπα. Υπαλλήλους στα καταστήματα τροφίμων, εθελοντές, στρατιώτες και μέλη της πολιτοφυλακής. Συναντώ και εξουθενωμένους, θλιμμένους ανθρώπους, προπάντων γιατρούς. Αλλά κλάμα άκουσα πρώτη φορά από την αρχή του πολέμου. Έτσι μου φάνηκε εκείνη τη στιγμή.

Ο ουρανός πάνω από το Κίεβο Foto: Yevgenia Belorusets

Διάβαζα στο Telegram ότι κάποιοι κάτοικοι της πόλης Τσερνίχιβ που πολιορκείται έφυγαν να σωθούν με τα πόδια. Μήπως είχε γνωστούς ή φίλους ανάμεσά τους; Έκαναν την εκκένωση μόνοι τους, χωρίς να περιμένουν για μεταφορικά μέσα. Και μετά στον δρόμο έξω απ’ την πόλη δέχτηκαν πυρά. Κάποιοι έχασαν τη ζωή τους. Στη Μαριούπολη ένα παιδιατρικό νοσοκομείο και μια μαιευτική κλινική καταστράφηκαν από αεροπορική επιδρομή. Οι άνθρωποι στη Μαριούπολη συνεχίζουν να είναι χωρίς ρεύμα, νερό, τρόφιμα και φάρμακα, πολλοί σκοτώθηκαν από τις επιθέσεις. Άλλα πολεμικά γεγονότα αυτής της ημέρας είναι γκρίζα έξω απ’ τις πόρτες της μνήμης μου.

Πήγα στο κέντρο της πόλης, όπου δόθηκε ένα μικρό κοντσέρτο στο ύπαιθρο. Είχα ακόμα στ’ αυτιά μου το σιγανό κλάμα του άστεγου. Εδώ στο Κίεβο, σκεφτόμουν, έχουμε συνηθίσει με αδάκρυτα μάτια να ζούμε τις ατελείωτες ημέρες του πολέμου και να συνεχίζουμε να δουλεύουμε, να κάνουμε κάτι κάθε ώρα, κάθε λεπτό, να οργανώνουμε κάτι, να βοηθάμε κάποιον. Ένα μικρό μαγαζί δίπλα στο σπίτι μου, όπου σχεδόν καθημερινά πουλάει ψωμί και αυγά, είναι ανοιχτό μόνο και μόνο επειδή ο άνθρωπος που δουλεύει εκεί αποφάσισε να περνάει τη νύχτα στο μαγαζί.

Μια γιατρός μου έλεγε σήμερα ότι πήγε για δουλειά στις 24 Φεβρουαρίου και από τότε δεν έχει πάει σπίτι της. Για τους περισσότερους κατοίκους του Κιέβου που συνεχίζουν να στέκονται όρθιοι στα ταμεία των καταστημάτων τροφίμων ή να περιποιούνται αρρώστους η καθημερινή διαδρομή για τη δουλειά έχει γίνει πάρα πολύ δαπανηρή και πάρα πολύ επικίνδυνη. Τα περισσότερα απ’ όσα λειτουργούν ακόμα σ’ αυτή την πόλη των τριών εκατομμυρίων υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή κάποιος έχει να κοιμηθεί μέρες στο κρεβάτι του και είναι διαθέσιμος για τους άλλους σχεδόν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.

 

Τρίτη, 8 Μαρτίου / «Η νύχτα είναι νέα ακόμα»

Όταν έγραψα τη σημερινή ημερομηνία στο έγγραφό μου του Word, έμοιαζε ύποπτη και αφύσικη. Ο χρόνος συνεχίζει να περνάει, η μια μέρα μετά την άλλη, η ροή είναι σίγουρη, μετά το φως έρχεται η νύχτα. Συγχρόνως σχεδόν τα πάντα που συμβαίνουν βαίνουν κόντρα σε μια κατάσταση ζωής – δεν θα ήθελα να πω: «κόντρα στην κανονικότητα». Ψάχνω για μια λέξη που να ταιριάζει, αλλά δεν μπορώ να τη βρω. Η λέξη πρέπει να περιγράφει μια ολική καταστροφή, ταυτόχρονα όμως να κρατά ανοιχτή την πιθανότητα ότι πολλά μπορούν να σωθούν ακόμα.

Σήμερα έδωσα συνέντευξη σε μια δημοσιογράφο. Είχα καθυστερήσει λίγο, αλλά μετά παρ’ όλ’ αυτά συζητήσαμε. Μερικές ερωτήσεις ήταν δυσάρεστες, αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω να τις απαντώ. Η δημοσιογράφος με ρώτησε: Όταν σας ακούω, φαίνονται να λειτουργούν τα πάντα γύρω σας, μιλάτε για τους ανθρώπους στους δρόμους… Πώς καταλαβαίνει γενικά κανείς ότι πραγματικά υπάρχει πόλεμος;

Η ερώτηση με βασάνισε. Έψαχνα για μια απάντηση και ένιωσα ότι άρχισα να δικαιολογούμαι πώς προσπαθώ να αποδείξω την καταστροφή μέσω της περιγραφής του πολέμου – λες και μπορούσε να υπάρχει ακόμα κάποια αμφιβολία για το ότι ο πόλεμος συντελείται. Την καταστροφή όμως δεν μπορείς να την περιγράψεις σε αυτή την έκταση, μόνο να τη σταματήσεις μπορείς. Είναι το μοναδικό που πρέπει να κάνεις.

Όταν είπα στις γυναίκες που συνάντησα σήμερα έξω από το φαρμακείο ότι γράφω ένα δημόσιο ημερολόγιο, οι περισσότερες ένα μόνο μού είπαν: «Ο κόσμος πρέπει να μας βοηθήσει, να προστατέψει τον ουρανό πάνω από την Ουκρανία. Μπορείτε να το μεταφέρετε αυτό;»

Μπροστά στα μάτια μου βλέπω τα ανέκφραστα πρόσωπα των Ρώσων πιλότων, που από τύχη επέζησαν από την κατάρριψη του αεροπλάνου τους και πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Μέρη της ανάκρισής τους τα βλέπεις σε βίντεο στο Telegram. Έλεγαν: Δεν ξέρουμε αν οι βόμβες μας θα πετύχουν κάποιον, εμείς παίρνουμε μόνο τις συντεταγμένες για τις αεροπορικές επιθέσεις και μετά ακολουθούμε τις διαταγές.

Μια φίλη, που μεταφέρθηκε από μια μικρή πόλη έξω από το Κίεβο, μου έλεγε ότι στα μέρη της πόλης που ελέγχονται από τον στρατό του Πούτιν πιάνονται αιχμάλωτοι ειρηνικοί άνθρωποι. Ο ρωσικός στρατός μπαίνει στις ιδιωτικές κατοικίες και παίρνει ολόκληρες οικογένειες. Πόσο συχνά συμβαίνει αυτό; Πόσοι έχουν ήδη πιαστεί αιχμάλωτοι με αυτόν το βάρβαρο τρόπο; Πού είναι τώρα οι άνθρωποι αυτοί;

Για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας χτες κάποιος μοίραζε λουλούδια στις γυναίκες που περίμεναν έξω απ’ το φαρμακείο. Αυτή η πόλη συνεχίζει να ζει. Foto: Yevgenia Belorusets

Τα κατεχόμενα μέρη της πόλης, τα χωριά, οι μικρές πόλεις συχνά είναι ελάχιστα ορατές. Βουλιάζουν μέσα σ’ έναν ειδησεογραφικό αποκλεισμό. Συχνά δεν υπάρχει ηλεκτρικό πια, είναι δύσκολο να κρατήσεις επαφές μ’ αυτές τις περιοχές. Τις άλλες φωνές, που μιλάνε για τα δεινά τους, τις ακούς πιο δυνατά. Θέλεις να τις ακούς, γιατί έχεις την πρόσβαση, γιατί μπορείς να βοηθήσεις αμέσως – ή τουλάχιστον ελπίζεις ότι μπορείς να βοηθήσεις.

Ο Πούτιν απαιτεί την αναγνώριση των περιοχών που έχει καταλάβει στο Ντονμπάς και στην περιφέρεια του Λουχάνσκ. Όλα τα χωριά, όλες τις πόλεις που αφήνονται στην εξουσία του οι κατακτητές τις κάνουν να σωπάσουν. Ακόμα και στις συνθήκες της τρομοκρατίας που ζει τώρα η Ουκρανία είναι αδιανόητο να ανεχόμαστε αυτό το περαιτέρω πνίξιμο των χωριών και των πόλεων.

Όταν έφυγα σήμερα από το σπίτι μου, αντίκρισα έναν άδειο δρόμο. Ούτε αυτοκίνητα, ούτε πεζοί. Κάτι τέτοιες στιγμές το Κίεβο μοιάζει με πόλη που πρέπει ν’ αρχίσει να κατοικείται, σαν πόλη χωρίς παρόν, μόνο με παρελθόν και μέλλον. Μερικά βήματα παρακάτω είδα δυο πεζούς, κι οι δυο κρατούσαν ένα λουλούδι στο χέρι. Μια παράδοση, που έσπασε με τον ψυχρό τοίχο του πολέμου, λέει: Στις 8 Μαρτίου, την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, πρέπει να χαρίζεις στις γυναίκες λουλούδια. Δίπλα στο φαρμακείο ανακάλυψα πολλές γυναίκες με λουλούδια, που είχαν προετοιμαστεί να περιμένουν πολλή ώρα μες στο κρύο. Ένα αυτοκίνητο είχε σταματήσει στο φαρμακείο, κάποιος είχε κατέβει και είχε μοιράσει λουλούδια σ’ όσες περίμεναν.

Αυτή η μεγαλούπολη συνεχίζει να ζει. Κάπου υπάρχουν ακόμα λουλούδια. Στα κλειστά εστιατόρια μαγειρεύουνε το φαγητό για την άμυνα του Κιέβου. Οι ηλικιωμένες κυρίες και οι ηλικιωμένοι κύριοι που δραστηριοποιούνται σ’ ένα θέατρο τρίτης ηλικίας ως ηθοποιοί μένουν ενωμένοι. Η μητέρα μου πριν κάποια χρόνια είχε αναλάβει τη σκηνοθεσία σ’ αυτό το αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο, έχει το όνομα «Η νύχτα είναι νέα ακόμα».

Τώρα αυτοί οι ηλικιωμένοι ηθοποιοί βοηθούν την πολιτοφυλακή του Κιέβου. Δεν θέλουν να εγκαταλείψουν την πόλη. Πρέπει να προσθέσω ότι αυτοί οι προικισμένοι άνθρωποι ξέρουν απέξω εκατοντάδες ποιήματα και τραγουδούν υπέροχα, γράφουν επίσης καμιά φορά και τη δραματουργία των σκηνοθεσιών τους οι ίδιοι – και παρ’ όλ’ αυτά κάποιοι απ’ αυτούς δυσκολεύονται να βγουν στη σκηνή. Τώρα δεν θέλουν μόνο να βοηθήσουν, θέλουν να μπουν στην πολιτοφυλακή. Προσπαθώ να το φανταστώ αυτό και ξαφνικά σκέφτομαι: Με τέτοιους υπερασπιστές δεν μπορεί να συμβεί τίποτα σ’ αυτή την πόλη.

 

Δευτέρα, 7 Μαρτίου / Μια μορφή ζωής, που καταπίνει τα πάντα

Μου είναι δύσκολο σήμερα να συγκεντρωθώ και να έχω μια εποπτεία του τι συμβαίνει. Ο πόλεμος συνεχίζεται και εγώ είμαι κάπου στη μέση των γεγονότων που εξελίσσονται χαοτικά γύρω μου. Η ειρηνική εποχή φαίνεται να είναι μακρινή και άπιαστη πια, νέοι νόμοι και μια νέα πραγματικότητα αναπτύσσονται.

Μου στέλνουν τον λογαριασμό κοινοχρήστων για το διαμέρισμά μου στο Κίεβο. Συνοδεύεται από ένα μήνυμα στο Telegram, που ακούγεται σαν συγγνώμη: «Σας απευθυνόμαστε με την παράκληση, εφόσον σας το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητές σας υπό αυτές τις συνθήκες, να πληρώσετε τα κοινόχρηστα. Πολλοί εργαζόμενοι των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας του Κιέβου κατατάχθηκαν στον ουκρανικό στρατό και πολεμούν τώρα για την ελευθερία μας. Εξακολουθεί όμως να είναι σημαντική η εξόφληση των λογαριασμών».

Το ίδιο κείμενο ήταν και στην ιστοσελίδα των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας του Κιέβου. Θυμήθηκα τα πρόσωπα των εργαζομένων εκείνων των εργοστασίων, που ήταν αντίθετοι με τον πόλεμο. Όπου και να πέσει το βλέμμα μου, παντού βλέπω πόλεμο, έχει γίνει μια συνολική, περιεκτική μορφή ζωής, που καταπίνει τα πάντα.

Μες στην ημέρα συνάντησα έναν παλιό φίλο, έναν ιστορικό και κοινωνιολόγο, που ζει πολύ μακριά στην άλλη άκρη της πόλης. Νωρίς το πρωί πήγε στο κέντρο, για να συνοδέψει τη μητέρα ενός φίλου για την εκκένωση.

Εκείνη έμεινε στον σταθμό, με τέσσερις μικρές τσάντες και μια βαλίτσα, αν και ο φίλος μου την παρακάλεσε να πάρει μαζί της μόνο μια τσάντα που θα μπορούσε να κουβαλήσει. Άκουσα τη φωνή της στο τηλέφωνο, έκλαιγε, όταν περιέγραφε τις δυσκολίες ν’ ανέβει στο γεμάτο τρένο, μετά έκλαιγε πάλι, όταν εξηγούσε ότι ήταν στο βαγόνι και είχε βρει θέση.

Ένα εγκαταλειμμένο παιδικό καρότσι (δεξιά) στο αγαπημένο μου πάρκο στο Κίεβο, που επιτέλους τόλμησα να το επισκεφτώ. Foto: Yevgenia Belorusets

Ο φίλος μου δεν βρίσκει ησυχία. Χτες είχε μεταφέρει τον θείο του από ένα μισοκαμένο χωριό κοντά στο Κίεβο, τώρα έψαχνε άλλα τηλέφωνα όλων εκείνων που είχαν μείνει στο χωριό. Σ’ αυτό το όμορφο χωριό, που το λένε Γορένκα, χτύπησαν ήδη στις 28 Φεβρουαρίου το φαρμακείο και το κατέστρεψαν. Στις αρχές Μαρτίου συνεχώς χτυπούσαν το Χορένκα με τους πυραύλους Γκραντ.

Από πολλά σπίτια έχουν μείνει μόνο κάποιοι φέροντες τοίχοι. Έχω πάει πολλές φορές εκεί, αλλά στις φωτογραφίες, όπου φαίνονται τα χαλάσματα, δεν αναγνωρίζω τίποτα πια. Δυο εργαζόμενοι στο ταχυδρομείο, που προσπάθησαν στην περιφέρεια της Ζαπορίζια να παραδώσουν τη σύνταξη σε ηλικιωμένους ανθρώπους, που δεν μπορούν πια να πάνε να πάρουν τα χρήματα μόνοι τους, τους σκότωσαν μες στο ταχυδρομικό αυτοκίνητό τους.

Μπορώ πολύ καλά να φανταστώ ένα ταχυδρομικό αυτοκίνητο της Ουκρανίας, πολλές φορές έβλεπα, όταν ήμουν μικρή, τους εργαζόμενους να φέρνουν στη γιαγιά μου τη σύνταξή της. Η γιαγιά μου ήταν αδύναμη και δεν μπορούσε πια να βγει από το σπίτι. Ήταν όμως πολύ περήφανη, όταν της παρέδιδαν προσωπικά τη μικρή σύνταξή της, που έχανε πολύ γρήγορα την αξία της λόγω πληθωρισμού. Με την εργαζόμενη στο ταχυδρομείο ήταν σχεδόν φίλες. Πάντα έκαναν μια μικρή ευγενική κουβέντα, όπως τις θυμάμαι φαίνονταν και οι δυο ευτυχισμένες τότε. Δυο γυναίκες, που έκαναν η μια στην άλλη το δώρο της παρουσίας και της υποστήριξης.

Η παράδοση της σύνταξης ήταν ένα σύμβολο πρόνοιας, ήταν περισσότερο μια ανθρώπινη κίνηση παρά πρόνοια του διεφθαρμένου κράτους. Μπορώ να φανταστώ ένα ταχυδρομικό αυτοκίνητο, αλλά ξεπερνά τη φαντασία μου το να φανταστώ πώς μπορείς ν’ ανοίγεις πυρ σ’ ένα τέτοιο αυτοκίνητο.

Εύχομαι σε όλους που παραδίδουν κάτι, που φροντίζουν κάποιον, να φτάσουν αύριο ασφαλείς στους προορισμούς τους. Αυτή την 8η Μαρτίου αυτό με νοιάζει. Σκέφτομαι εκείνους που παρά το ότι βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή τους συνεχίζουν να φροντίζουν τους ανθρώπους σ’ αυτή τη χώρα και προσπαθούν να φτάσουν σε κάποιον.

 

Κυριακή, 6 Μαρτίου / «Είναι 3 και μισή το μεσημέρι και είμαστε ακόμα ζωντανοί»

Καμιά φορά είναι δύσκολο αυτές τις μέρες να συλλάβεις το αύριο. Το αύριο φαίνεται να είναι μια αιωνιότητα μακριά, λες και θα συμβεί σ’ έναν άλλον πλανήτη. Μπορείς βέβαια κατά βάση να το φαντάζεσαι, αλλά όχι ως στιγμή στη δική σου πάροδο του χρόνου, παρά ως ιστορία που την αφηγείσαι.

Ξύπνησα με το συναίσθημα είναι καλό που είμαι στο Κίεβο και που δεν έχω φύγει από την πόλη. Ήθελα να βγω αμέσως στον δρόμο, αλλά δεν μπορούσα, γιατί είχα να κάνω κάποια πράγματα ακόμα. Άλλωστε ήταν μια ιδιαίτερη ημέρα. Αυτή την ημέρα είχα δώσει ραντεβού με μια συνάδελφό μου, την Πολίνα Βέλερ, μια νεαρή καλλιτέχνιδα και σχεδιάστρια από το Κίεβο, που τη συνάντησα πρόσφατα σε ένα μπακάλικο.

Η Πολίνα παραμένει στο Κίεβο με τον άντρα της και τη μικρή τους κόρη, που δεν αντέχει τα μεγάλα ταξίδια και χρειάζεται ένα σπίτι. Όταν άρχισε ο πόλεμος, η Πολίνα ξεκίνησε να φτιάχνει μάσκες στα χρώματα της ουκρανικής σημαίας από κίτρινες και μπλε πλαστικές ενώσεις καλωδίων, που μοιάζουν με παράξενα βέλα. Αποφασίσαμε να συναντηθούμε σ’ ένα μέρος μεταξύ των σπιτιών μας και να κάνουμε ότι βγάζουμε φωτογραφίες μόδας. Μας ένοιαζε το παράλογο της δραστηριότητάς μας, κατά βάθος κάθε δραστηριότητας εν όψει των γεγονότων. Και το ότι παρ’ όλ’ αυτά συνεχίζουμε.

Ένας άντρας μάς πλησίασε και είπε ότι μάλλον πρόσεξε πως με το φακό της φωτογραφικής μου μηχανής κοιτούσα τον δρόμο. «Ήθελα να σας προειδοποιήσω», είπε, «ότι σε τέτοιους καιρούς μπορεί να σε πυροβολήσουν στο κεφάλι γι’ αυτό!» Απάντησα απορημένη ότι εκείνη τη στιγμή έκανα κάποια δημοσιογραφική δουλειά. Τότε εκείνος είπε: «Σ’ αυτή την περίπτωση τότε όλα είναι εντάξει». Όταν έφυγε πια, κατάλαβα ότι με είχε απειλήσει. Η ένταση αυξάνεται στην πόλη, μια φωτογραφική μηχανή αντιπροσωπεύει ένα μάτι, που ίσως να στρέφεται εναντίον όλων. Η φωτογραφία γίνεται ακόμα πιο ύποπτη από άλλες φορές.

Οι λίγοι πεζοί παρατηρούσαν με έκδηλη έκπληξη την Πολίνα με τη μάσκα της να ποζάρει για τις φωτογραφίες μου.

Άρχισα να γυρίζω πίσω. Η μικρή φωτογραφική μηχανή μου, που μ’ αρέσει να την παίρνω μαζί μου, έδινε ξαφνικά την αίσθηση μιας ασπίδας που με προστατεύει από μια ασαφή υποψία. Σκεφτόμουν για τη δύναμη της φωτογραφικής εικόνας, μια δύναμη που μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις ως αποδεικτικό των γενομένων, που προκαλεί όμως και φόβο, επειδή ως απεικόνιση είναι τόσο ισχυρή.

Η Πολίνα Βέλερ, καλλιτέχνις και σχεδιάστρια από το Κίεβο, έφτιαξε όταν άρχισε ο πόλεμος μάσκες από κίτρινες και μπλε πλαστικές ενώσεις καλωδίων, που μοιάζουν με παράξενα βέλα. Foto: Yevgenia Belorusets

Στον δρόμο της επιστροφής είδα πολλά νεαρά πρόσωπα. Μια ομάδα εθελοντών ασχολούνταν με τη συγκέντρωση τροφίμων, που θα τα μοίραζε κατά τις επόμενες εβδομάδες. Μπορεί να πιστέψει κανείς ότι πριν δυο εβδομάδες ακόμα τα πάντα στο Κίεβο λειτουργούσαν ως συνήθως, τα καφέ, τα εστιατόρια, τα εμπορικά καταστήματα, τα μπακάλικα; Περαστικοί έκαναν περίπατο στους δρόμους, καμιά φορά χωρίς σκοπό, απλώς και μόνο για να πάνε σε γνωστά και αγαπημένα μέρη.

Η ιδιαιτερότητα του πολέμου είναι αυτό το σκόπιμο περπάτημα. Πρέπει να έχεις να κάνεις κάτι σημαντικό, για να βγεις έξω, πρέπει να φτάσεις στον προορισμό σου και μετά να γυρίσεις πίσω. Και σχεδόν όλοι οι προορισμοί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέονται με τρόφιμα ή φάρμακα.
Συνέβησαν πολλά σήμερα. Το βράδυ έμαθα ότι μια φίλη από τη μικρή πόλη Ιρπίν μεταφέρθηκε, βορειοδυτικά του Κιέβου. Στον δρόμο έχασε τον σκύλο της, που τρόμαξε από τις εκρήξεις και μες στον πανικό εξαφανίστηκε. Είδε με τα ίδια της τα μάτια να σκοπεύουν και να πυροβολούν γυναίκες και παιδιά, που προσπαθούσαν ν’ ανέβουν σε ένα πούλμαν εκκένωσης. Μετά έσκασε κάτι βαρύ στο έδαφος όχι μακριά από το πούλμαν, μια βόμβα ίσως, και όλοι όσοι ήταν μέσα στο πούλμαν έπεσαν κάτω. Η φίλη μου μου είπε: «Θέλω να ζήσω, για να μιλήσω γι’ αυτή την εκκένωση στη Χάγη». Ένας φίλος φωτογράφος μεταφέρθηκε επίσης σήμερα από το Ιρπίν. Από κάποια ακατανόητη διάθεση κι αυτόν και άλλους, που ήθελαν ν’ ανέβουν στο πούλμαν, τους πυροβόλησαν. Μια σφαίρα τον πέτυχε στο μπράτσο.

Η Πολίνα και ο άντρας της Foto: Yevgenia Belorusets

Κάποιοι δολοφονήθηκαν κατά την εκκένωση. Λένε για έξι γυναίκες και παιδιά, αλλά ο ακριβής αριθμός των θυμάτων και των τραυματιών δεν έχει εξακριβωθεί. Ένας ποιητής και φίλος των γονιών μου έμεινε με τη γυναίκα του στο Ιρπίν. Φροντίζουν τη γριά μητέρα της, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της πια. Όταν παίρνεις τηλέφωνο τη γυναίκα του, εκείνη αρχίζει να φωνάζει. Μερικές ώρες αργότερα έρχεται από ’κείνη το μήνυμα: «Είναι 3 και μισή το μεσημέρι και είμαστε ακόμα ζωντανοί».

Στη Μαριούπολη στον νότο δεν έχει φτάσει ακόμα ανθρωπιστική βοήθεια. Δεν ξέρουμε πόσα θύματα έχει να θρηνήσει η πόλη. Οι άνθρωποι εκεί παραμένουν ακόμα χωρίς φάρμακα, φαγητό, νερό, ρεύμα, καθημερινά δέχονται πυρά. Το προεδρείο της κοινότητας του Γοστόμελ, ενός χωριού βορειοδυτικά του Κιέβου που πολιορκείται, δολοφονήθηκε σκόπιμα, επειδή αποφάσισε, παρά τον κίνδυνο να συνεχίσει να μοιράζει ψωμί και φάρμακα στην κοινότητά του. Το Γοστόμελ έχει εν μέρει καταληφθεί.

Για σήμερα ο Πούτιν ανήγγειλε κι άλλες επιθέσεις σ’ ολόκληρη τη χώρα. Σκοπεύει να βομβαρδίσει τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Συχνά βρίσκονται δίπλα σε σπίτια και συνοικισμούς, όπου ζουν άνθρωποι. Μερικοί φροντίζουν τους συγγενείς τους που δεν μπόρεσαν ή δεν ήθελαν να φύγουν.

Αυτά τα εγκλήματα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια ολόκληρου του κόσμου. Λένε μάλιστα εκ των προτέρων ποιος θα σκοτωθεί αύριο, όπως σε μια φυλακή όπου όλοι είναι ήδη καταδικασμένοι σε θάνατο. Αυτό όμως είναι μόνο η φαντασίωση ενός μικρού δικτάτορα. Στην πραγματικότητα εμείς αντιστεκόμαστε. Προσπαθούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον και να μην ανεχόμαστε αυτό το παράλογο θανατικό.

Όμως παγκοσμίως, ο κάπως μεγάλος κόσμος φαίνεται να παρακολουθεί με μια παράξενη υπομονή αυτές τις αναγγελίες εγκλημάτων. Ακόμα επικρατεί ένας διεθνής φόβος για τον δικτάτορα. Ίσως κάποιοι σκέφτονται ακόμα ότι, αν δεν τον προκαλέσουν, δεν θα κάνει τίποτα χειρότερο. Αυτή η προσοχή έχει ήδη στοιχίσει πολλά, κάθε λεπτό γίνεται και πιο ακριβή. Όλοι είμαστε θύματα, αλλά και όλοι είμαστε συνυπεύθυνοι. Δεν πρέπει να περιμένουμε άλλο! Σταματήστε αυτή τη βία!

 

Σάββατο, 5 Μαρτίου / «Μια μεγάλη ομορφιά»

Δέκατη ημέρα του πολέμου. Έχω μάθει να συσκοτίζω τα παράθυρα του διαμερίσματός μου με τις λεπτές κουβέρτες που έχω, ώστε μέσα να δημιουργείται ένα απαλό, χαμηλό φως. Θυμάμαι το πρώτο πρωί του πολέμου. Όλα ήταν όπως πάντα, ξύπνησα κάπως αργά, εννιά η ώρα το πρωί, και είδα μια σειρά μηνυμάτων από φίλους και γνωστούς στο κινητό μου: Σε παρακαλώ, απάντα στο τηλέφωνο! Συνέχεια το ίδιο μήνυμα.

Η καταστροφή θέλει να τη μοιράζεσαι, μόνο όταν την αφηγείσαι αναγνωρίζεται ως τέτοια. Όταν τη μοιράζεσαι μπορεί να είναι και κάτι σαν διέξοδος, που ’ναι η ελπίδα ότι αν τα πεις όλα και τα μοιραστείς κάποια στιγμή, κάποιος απ’ τους αποδέκτες θα μπορέσει να βάλει ένα τέλος στην καταστροφή.

Ο ουρανός μας είναι ακόμα ανοιχτός σε στρατιωτικά αεροπλάνα και βόμβες. Γι’ αυτό τις πόλεις μας με τους άντρες, τις γυναίκες, τα παιδιά, τα σπίτια και τα μουσεία μπορεί και τα φτάνει και το πυροβολικό. Σήμερα το πρωί διάβαζα ότι στην Μπίλα Τσέρκβα, μια από τις ομορφότερες πόλεις στην περιφέρεια του Κιέβου, 20 πολυκατοικίες καταστράφηκαν από μια αεροπορική επιδρομή. Μπίλα Τσέρκβα σημαίνει «Άσπρη εκκλησία». Ο αριθμός των θυμάτων δεν έχει εξακριβωθεί ακόμα. Ευτυχώς είχε οργανωθεί εγκαίρως εκκένωση.

Ένας φίλος από τη Ζαπορίζια, στα νοτιοανατολικά της Ουκρανίας, μου τηλεφώνησε και ενθουσιασμένος μου έλεγε ότι επιτέλους πάει ανθρωπιστική βοήθεια στη Μαριούπολη με τρόφιμα και φάρμακα. Ο γείτονάς του έμαθε από σίγουρες υποτίθεται πηγές ότι αυτός ο πόλεμος θα τελειώσει στα μέσα Μαρτίου κιόλας. Γελώντας τον αποχαιρέτησα.

Θυμάμαι μια κομψή κυρία που είδα σήμερα κάποια στιγμή μες στην ημέρα. Φορούσε ένα μακρύ μαύρο παλτό με γούνα, ψηλές μπότες και καπέλο, και περίμενε στην ουρά έξω απ’ το φαρμακείο. Σ’ εκείνη την ουρά ήταν και η μητέρα μου, περίμενε πέντε ώρες. Ο αέρας ήταν κρύος, η μητέρα μου περπατούσε εκεί τριγύρω, για να ζεσταθεί. Κάποια στιγμή πήγα κοντά της και αποφασίσαμε να κάνουμε έναν μικρό περίπατο. Όλοι όσοι ήταν στην ουρά, μαζί κι η μητέρα μου κι εγώ, δεν δείχναμε μάλλον και ιδιαίτερα προσεγμένοι. Απλά, κάπως ατημέλητα ντυμένοι. Η κυρία με το γούνινο παλτό στεκόταν κάπως παράμερα. Το βλέμμα της έδειχνε ανήσυχο, αλλά παρ’ όλ’ αυτά εκείνη τη στιγμή ήταν για μένα κάτι σαν φάρος, που θύμιζε σ’ εμένα και ίσως και στους άλλους στην ουρά ένα παλιό Κίεβο.

Έξω απ’ το σπίτι μου συνάντησα τον Κιρίλ, είναι από τη σκηνή των νυχτερινών κλαμπ του Κιέβου, και είπε: «Έχει γίνει δύσκολο να πιστεύεις τους άλλους ανθρώπους. Όπως αποδεικνύεται, μπορεί ξαφνικά ν’ αρχίσουν να ρίχνουν βόμβες και συγχρόνως να σκέφτονται ότι έχουν και δίκιο». Foto: Yevgenia Belorusets

Στον δρόμο της επιστροφής συνάντησα έξω απ’ το σπίτι μου έναν νεαρό άντρα, του μίλησα. Είπε ότι τον λένε Κιρίλ, ήταν καθώς φάνηκε από τη σκηνή των νυχτερινών κλαμπ του Κιέβου, που είχε αναπτυχθεί πολύ γρήγορα τα προηγούμενα χρόνια. Τώρα σχεδόν καθημερινά κάνει μια για πολλούς ίσως αδιανόητη πεζοπορία από την ανατολική όχθη του Δνείπερου στη δυτική, για να μαγειρεύει στην κουζίνα ενός εστιατορίου φαγητό για τους ανθρώπους στα καταφύγια και την πολιτοφυλακή του Κιέβου.  Όταν του μένει χρόνος, ασχολείται με την τέχνη, τη μουσική και τον σαμανισμό. Η κουβέντα μας ήταν λίγο παράξενη.

«Έχει γίνει δύσκολο να πιστεύεις τους άλλους ανθρώπους», είπε. «Όπως αποδεικνύεται, μπορεί ξαφνικά ν’ αρχίσουν να ρίχνουν βόμβες και συγχρόνως να σκέφτονται ότι έχουν και δίκιο». Με κοίταξε μες στα μάτια. «Μήπως είστε δημοσιογράφος και θα μπορούσατε να γράψετε για μένα;» Απάντησα ότι ίσως θα μπορούσα να γράψω για τη συνάντησή μας, σ’ αυτό το ημερολόγιο. «Τότε θα ήθελα να πω», και τότε άρχισε να μιλάει με πολύ πάθος, «ότι όλα όσα συμβαίνουν τώρα είναι μια μεγάλη ομορφιά. Δεν θέλω να κρυφτώ. Ευχαρίστως να με φωτογραφίσετε, αν θέλετε».

Πρέπει να τον κοίταξα με κάποια απορία, γιατί άρχισε να εξηγείται: «Οι άνθρωποι τώρα φέρονται καλύτερα από άλλες φορές, και η χώρα μας…» Η σκέψη του χάθηκε. Ύστερα είπε: «Όλα αλλάζουν, και διεθνώς». Η καλή του διάθεση μπερδεύτηκε με την πίκρα μου. Άρχισα να γελάω.

Όταν ήρθα σπίτι το βράδυ, έμαθα ότι τα τρόφιμα και τα φάρμακα που θα πηγαίνανε στη Μαριούπολη δεν έφτασαν στην πόλη. Ο ανθρωπιστικός διάδρομος δεν λειτούργησε και έκλεισε λόγω ακατάπαυστων πυρών. Δυο ανθρώπους, έναν καλλιτέχνη και μια ιστορικό τέχνης από τον κύκλο των φίλων μας, που ζουν έξω απ’ τη Μαριούπολη, δεν μπορούμε να τους βρούμε εδώ και τέσσερις ημέρες. Τα μηνύματα από τη Μαριούπολη στο Τelegram λιγοστεύουν.

Από κάποιον στενό μου φίλο έμαθα ότι στο χωριό Χορίνκα κοντά στο δάσος Πούστσα, κοντά στο Κίεβο, έγινε μεγάλη καταστροφή. Ο αριθμός των θυμάτων άγνωστος, ο θείος του φίλου μου κρύβεται προς το παρόν στο υπόγειο. Ψάχνουμε τρόπους να μεταφερθεί.

Μου είναι δύσκολο να τελειώσω αυτό το κείμενο. Ο πόλεμος συνεχίζεται, αλλά ο φόβος του εισβολέα, ο σεβασμός, αυτά πρέπει επιτέλους να σταματήσουν. Παίρνω γράμματα από τους Γερμανούς φίλους μου, γράφουν: Σωθείτε! Ο Πούτιν δεν ανέχεται απώλειες, είναι γνωστός για το ότι θα καταστρέψει τα πάντα. Αναρωτιέμαι τι εννοούν. Πώς έγινε γνωστός γι’ αυτό; Τι σημαίνει ότι δεν θέλει να χάσει; Τι σημαίνει αυτό για όλον τον κόσμο;

 

Παρασκευή, 4 Μαρτίου / «Follow me on Instagram»

Τη νύχτα διάβαζα ότι το πυρηνικό εργοστάσιο στην πόλη Ενεργκοντάρ δέχτηκε επίθεση. Κοιμήθηκα αποσπασματικά. Υπήρχαν τραυματισμένοι εργαζόμενοι που για ώρες δεν μπορούσαν να τους μεταφέρουν και αιμορραγούσαν. Η πυροσβεστική δέχτηκε πυρά. Τρεις εργαζόμενοι πέθαναν, το πρωί μεταφέρθηκαν οι τραυματίες. Το πυρηνικό εργοστάσιο στο Τσερνόμπιλ είναι υπό κατάληψη, εδώ και 10 ημέρες οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να πάνε σπίτι τους. Είναι πολύ επικίνδυνο να μένουν εκεί τόσο πολύ. Οι ειδήσεις ήταν ανυπόφορες. Με πήρε πάλι ο ύπνος.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα αρκετά νωρίς με μια φωτεινή διάθεση και το συναίσθημα ότι αυτή η ηλιόλουστη ημέρα θα μου υποσχεθεί κάτι. Ήθελα να βγω στον δρόμο πιο νωρίς από χτες, για να δω τι συμβαίνει στην πόλη. Από τη χτεσινή μου μελαγχολία λίγη είχε μείνει. Τότε ανακάλυψα την αιτία γι’ αυτές τις αλλαγές: Δεν πιστεύω πια στον πόλεμο! Απλώς δεν μπορεί να συμβαίνει, σκέφτηκα. Δεν είναι αλήθεια. Ποια γειτονική χώρα κάνει μια ολόκληρη πόλη στάχτη, στον 21ο αιώνα;

Οι εισβολείς δεν έχουν κανένα πολιτικό σχέδιο, δεν έχουν τη δύναμη να πάρουν μόνιμα την εξουσία εδώ. Αυτή η χώρα δεν καταλαμβάνεται. Είναι εξωπραγματικό. Ο πόλεμος είναι ένα όνειρο, η φαντασίωση ενός δικτάτορα.

Ήθελα να δω αν έχει ακόμα ψωμί το μικρό μαγαζί δίπλα στο σπίτι μας. Από την τρίτη ημέρα του πολέμου κιόλας δεν έχω καταφέρει να πάρω ψωμί. Τις περισσότερες φορές έχει τελειώσει.

Το μαγαζί ήταν γεμάτο. Με κάποια έκπληξη ανακάλυψα εκπροσώπους του διεθνούς στρατού. Μιλούσαν αγγλικά και χρειάζονταν βοήθεια στη μετάφραση. Τότε είδα ότι δεν ήταν στρατιώτες, παρά άοπλοι, αλλά καλά προστατευμένοι συνοδοί μιας πολεμικής φωτογράφου, η οποία επίσης ψώνιζε στο μαγαζί. Προσπάθησα να τη βοηθήσω να διαλέξει ένα απορρυπαντικό. Η μικρή ομάδα ακτινοβολούσε ενθουσιασμό, χιούμορ και έμπνευση. Η διάθεσή μου ξαφνικά σκοτείνιασε. Ένας από τους τρεις συνοδούς μού είπε υπερήφανος: «Ξέρετε με ποια είστε εδώ; Είναι μία από τις καλύτερες φωτογράφους του κόσμου!»

Η φωτογράφος γέλασε και τ’ αρνήθηκε, σε παρακαλώ, είπε, ντρέπομαι. Μετά είπε το όνομά της. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το όνομα. Τον τελευταίο καιρό μου είναι δύσκολο να συγκεντρωθώ. Ύστερα είπε «You can follow me on Instagram». Η ομάδα αγόρασε πολλά απορρυπαντικά, σχεδόν όλα όσα υπήρχαν στο μαγαζί. Τους είπα: «Ωραία, που είστε εδώ μαζί μας», και χαιρέτησα. Αλλά γρήγορα με έπιασε μια ανησυχία, κατάλαβα ότι δεν είναι καλό σημάδι όταν έρχεται να μείνει εδώ μια γνωστή πολεμική φωτογράφος με τους σωματοφύλακές της.

Όταν έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή από την τσάντα μου, για να φωτογραφίσω έναν δρόμο, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα μου. Τέσσερις οπλισμένοι άντρες πετάχτηκαν έξω. Έψαξαν το κινητό μου, την τσάντα μου, μετά με ρώτησαν για ποιον δουλεύω. Μετά ζήτησαν συγνώμη, και οι τέσσερις ήταν νευρικοί και κουρασμένοι. Foto: Yevgenia Belorusets

Σε έναν κάθετο δρόμο ανακάλυψα έναν φούρνο, που παλιά, πριν τον πόλεμο, ήταν αρκετά ακριβός. Ήταν ανοιχτός. Είχε ωραίο, άσπρο ψωμί στα ράφια, έφτιαχναν και καφέ. Ήταν ένα θαύμα. Το πρώτο μου πραγματικό φλιτζάνι καφέ από μαγαζί που έκανε καφέδες. Υπήρχαν άντρες και γυναίκες, έπιναν καπουτσίνο και συζητούσαν αν έπρεπε να μείνουν στην πόλη ή όχι. Ένας ηλικιωμένος άντρας, που έμοιαζε με καθηγητή γεωγραφίας, έλεγε ότι θα φύγει από την πόλη όταν πια θα αναγκαστεί να περνάει κάθε μέρα και κάθε νύχτα στο καταφύγιο. Εκείνοι που ήταν γύρω του προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι δεν θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο τα πράγματα. Το Κίεβο είναι, λέγανε, ιερή πόλη. Η πόλη δεν θα το επέτρεπε ποτέ αυτό!

Μετά τη συζήτηση πήγα σ’ έναν άδειο δρόμο, για να βγάλω μια φωτογραφία. Όταν έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή από την τσάντα μου, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα μου. Τέσσερις οπλισμένοι άντρες πετάχτηκαν έξω. Ζήτησαν να τους δώσω το κινητό μου, έψαξαν την τσάντα μου, μετά με ρώτησαν για ποιον δουλεύω. Κράτησε κάποια λεπτά. Μετά ζήτησαν συγνώμη, και οι τέσσερις ήταν νευρικοί και κουρασμένοι.

Ένας απ’ αυτούς είπε: «Το καταλαβαίνω, δουλειά σας είναι, αλλά, σας παρακαλώ, μη βγάζετε φωτογραφίες! Αφού βλέπετε τι κάνουν». Εννοούσε εκείνους που έκαναν επιθέσεις. «Τώρα ανοίγουν πυρ στις πολυκατοικίες, χρησιμοποιούν τα πάντα ως στόχο. Ήταν αδιανόητο, αλλά έτσι είναι. Υπάρχουν 840 τραυματισμένα παιδιά».

Οι φωτογραφίες μου δεν κάνουν κακό σε κανέναν, σκέφτηκα. Αφού είμαι προσεχτική. Εξάλλου η πόλη μας είναι ούτως ή άλλως φωτογραφισμένη ολόκληρη. Αλλά ίσως πρέπει να είμαι πιο προσεχτική.

Άρχισα να σκέφτομαι τον αριθμό. 840 τραυματισμένα παιδιά. Πρέπει να προστατέψουμε τον ουρανό μας! Στις ειδήσεις επαναλάμβαναν αυτόν τον αριθμό, αλλά είναι δύσκολο να τον συλλάβεις πραγματικά.

Είμαι σίγουρη ότι ο κόσμος δεν θα συνεχίσει να είναι θεατής, ούτε εγώ μπορώ να τα βλέπω πια. Μην φοβάστε αυτόν τον εγκληματία, πράττει χωρίς καμία λογική. Αν προφυλάξουμε εδώ τον ουρανό, θα σώσουμε πάρα πολλά!

Στο σπίτι έμαθα ότι μια φίλη μου ψάχνει έναν γνωστό της, έναν καλλιτέχνη, που ζει με τη γυναίκα του και τα δυο μικρά παιδιά τους στην Μαριούπολη και εδώ και τρεις μέρες δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του. Το τελευταίο του μήνυμα ήταν: «Αν ξέρεις κάποιον που δουλεύει για δυτικά μέσα, πες του: Είμαστε εδώ σχεδόν χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, χωρίς φάρμακα και τώρα κόβεται και το ρεύμα. Αφανίζουν την πόλη μας. Ο Σαρτανάς, ένα χωριό, δέχεται συνεχώς πυρά. Δεν ξέρω αν έχει μείνει όρθιο ακόμα κάτι. Πάρα πολλά θύματα». Ξέρω ότι η Μαριούπολη είναι στο σκοτάδι, χωρίς ηλεκτρικό. Μια ρωσόφωνη πόλη στο Ντονμπάς, με θαυμάσια μικρά σπίτια από τον 19ο αιώνα.

840. Δεν είναι πόλεμος αυτός πια, είναι μαζικός φόνος ανυπεράσπιστων. Ο ουκρανικός στρατός μάς προστατεύει, αλλά τα ρωσικά τεθωρακισμένα, το πυροβολικό και τα όπλα στοχεύουν σε ειρηνικούς ανθρώπους, γυναίκες και παιδιά, σε σπίτια! Ήρθε η ώρα να μη φοβόμαστε πια και να προστατέψουμε τον ουρανό.

Στη Ρωσία ανεξάρτητα μέσα ή κλείνουν ή λογοκρίνονται, έχει μείνει η αντιπολιτευτική εφημερίδα Ρεπουμπλίκ, που προσπαθεί να επιβιώσει παρά τη λογοκρισία. Ένα πρωτοσέλιδο έλεγε: «Προσπαθούμε να ανασυστήσουμε τη Σοβιετική Αυτοκρατορία. Λίγες είναι όμως οι πιθανότητες γι’ αυτό». Έτσι είναι κάποιοι Ρώσοι αντιπολιτευόμενοι: Σκέφτονται ότι υπάρχουν πιθανότητες, έστω και ελάχιστες, να ανασυστήσουν την Αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία πιθανότητα.

 

Πέμπτη, 3 Μαρτίου / Αποξένωση

Είναι βράδυ της όγδοης ημέρας του πολέμου και βλέπω φωτογραφίας άδειων δρόμων, που τις έβγαλα με το κινητό μου ή με τη μικρή ψηφιακή φωτογραφική μηχανή μου. Όταν φωτογραφίζω στους δρόμους, προσπαθώ να μη βγάζω πρόσωπα. Αισθάνομαι ότι όλα όσα έχει ένα πρόσωπο και θα μπορούσαν να είναι αναγνωρίσιμα θα ήθελα να μείνουν στη σκιά.

Έχει περάσει μια εβδομάδα από την εισβολή. Δεν μπορώ, ακόμα κι όταν προσπαθώ, να θυμηθώ καμία συγκεκριμένη είδηση ή γεγονός από εκείνη την ημέρα, αν και γράφω σ’ ένα σημειωματάριο τις σημαντικές ειδήσεις επιμελώς. Έχω συνηθίσει στα γεγονότα; Σήμερα συντελέστηκε μια αποξένωση μέσα μου, κατά έναν παράξενο τρόπο διαχωρίστηκα από τα πάντα. Σκέφτομαι αν υπάρχει ένα χρονικό σημείο από το οποίο άρχισε αυτή η παράξενη κατάσταση, και το βρίσκω.

Το πρωί, ήμουν ακόμα στο κρεβάτι, είδα ένα βίντεο, στο οποίο ένας Ρώσος στρατιώτης χειριζόταν ένα σύστημα Γκραντ. Είναι ένα πυραυλικό σύστημα πολλαπλής εκτόξευσης, με το οποίο ο ρωσικός στρατός επιτίθεται στις ειρηνικές περιοχές ουκρανικών πόλεων. Ο στρατιώτης στο βίντεο έκλαιγε. Έλεγε ότι θέλει να ζητήσει συγνώμη από τη μικρή κόρη του, γιατί μάλλον έχει φταίξει και έχει σκοτώσει παιδιά στην Ουκρανία.

Μετά απευθύνθηκε σε άλλα μέλη του στρατού και τους παρακάλεσε να μην έρθουν στην Ουκρανία και να περιφρονήσουν τις διαταγές. Έβλεπα ξανά και ξανά τα δάκρυά του. Μετά είδα εικόνες των κατεστραμμένων πολυκατοικιών στο Τσερνίχιβ. Οι δυο ειδήσεις έγιναν ένα μες στο μυαλό μου. Πολλοί φίλοι της μητέρας μου ζουν στο Τσερνίχιβ, ήταν πάντα περήφανοι γι’ αυτή τη μικρή και καθαρή πόλη. Ξέρω ότι αυτή η πόλη τώρα, ενώ εγώ γράφω αυτά, δέχεται πυρά. Μια αποθήκη πετρελαίου άρχισε να καίγεται, τη μικρή πόλη, που για πολλούς από τους γνωστούς μου ήταν ένας αγαπημένος προορισμός διακοπών, την απειλεί τώρα οικολογική καταστροφή. Ο κίνδυνος έρχεται από τον ουρανό, τα σπίτια βομβαρδίζονται. Αρχίζουν να μετράνε τα θύματα.

Αναρωτιόμουν συνεχώς τις προηγούμενες ημέρες πώς λειτουργεί η υπακοή. Ο στρατιώτης στο βίντεο έκλαιγε, αφού είχε ακολουθήσει τις διαταγές που πήρε. Ήταν πολύ αργά πια. Αυτός ο πόλεμος θα τελειώσει, αν στρατιώτες, και στρατηγοί επίσης, αγνοήσουν τις διαταγές να χτυπάνε σπίτια. Ξέρω, ακούγεται αφελές αυτό. Αλλά μια τέτοια μέρα η αφέλεια είναι το καλύτερο καταφύγιο. Οι τοίχοι του δεν είναι βέβαια πολύ χοντροί, αλλά βρίσκεται αρκετά βαθιά.

Στα συντρίμμια του Τσερνίχιβ βρέθηκαν μέχρι τώρα 33 νεκροί κάτοικοι, γυναίκες και άντρες. Η μέρα σήμερα έχει μια ιδιαίτερα απειλητική αίσθηση. Έξω στους δρόμους κάθε μισή ώρα σχεδόν άκουγες και μια έκρηξη.

Σήμερα ανακάλυψα τυχαία αυτή τη φωτογραφία μιας ηλικιωμένης γυναίκας στη φωτογραφική μηχανή μου, σημαίνει πολλά για μένα. Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι στο Κίεβο είναι πολύ ανοιχτοί, δυνατοί και συμπονετικοί. Foto: Yevgenia Belorusets

Μια νεαρή γυναίκα, που μένει στην πολυκατοικία δίπλα μας, προσπαθεί να σώσει κατοικίδια που έχουν μείνει μόνα τους. Ίσως οι ιδιοκτήτες τους δεν μπόρεσαν να τα πάρουν μαζί τους φεύγοντας να σωθούν. Τους βρίσκει άνετα, ζεστά μέρη και τους δίνει τροφή. Μια ηλικιωμένη κυρία, που ζει απέναντι, πηγαίνει όλη την ημέρα πολλές φορές για ψώνια, για να μπορούν οι γείτονές της να μένουν με ασφάλεια στα σπίτια τους.

Μια γνωστή μου δασκάλα, 86 χρονών, περνάει τις περισσότερες νύχτες στο υπόγειο ενός σχολείου που βρίσκεται δίπλα στο σπίτι της. Σήμερα έγραψε ένα βίντεο. Με μια ιδιαίτερη, σχεδόν ξεχασμένη αριστοκρατική προφορά του Κιέβου απευθύνθηκε στις γυναίκες της Ρωσίας: Να μην αφήσουν τους γιους τους να πάνε στον πόλεμο.

Χιονίζει, έχει υγρασία και κάνει κρύο, κι εμένα μου φαίνεται ότι δεν μπορώ να πλησιάσω πια την ίδια μου την πόλη, τον τόπο στον οποίο κατοικώ, τα γεγονότα του οποίου ζω. Αντιστέκομαι πιο σθεναρά από πριν στη βία, αντιστέκομαι ν’ αναγνωρίσω ότι γίνεται πόλεμος, ότι τον επιτρέπουν, ότι τον ανέχονται.

Μπορώ βέβαια να προσπαθήσω να τον αποδεχτώ και να κοιτάξω την πραγματικότητα καταπρόσωπο. Μετά όμως αναρωτιέμαι: Πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε όλοι εμείς με τη σκέψη ότι αυτά τα εγκλήματα πολέμου συντελούνταν καθημερινά μπροστά στην πόρτα μας; Κάποια στιγμή θα πρέπει να ζητήσουμε συγχώρεση, που αυτή η απανθρωπιά έγινε γενικά δυνατή. Για να μπορούμε όμως πραγματικά να το κάνουμε αυτό, πρέπει να προστατευτεί ο ουρανός στη χώρα μου. Ο βομβαρδισμός των σπιτιών πρέπει επιτέλους να σταματήσει.

 

Τετάρτη, 2 Μαρτίου / Καιρός, να δείξουμε γενναιότητα

[…]

Η μέρα μου ήταν μεγάλη και μου δίνει την αίσθηση ότι περιείχε πολλές ημέρες. Τις εικόνες των άδειων δρόμων που ήταν γεμάτοι με διαπεραστική σιγή τις βλέπω ακόμα μπροστά στα μάτια μου. Σήμερα έζησα και είδα πολλά, πήγα μάλιστα και σε μια έκθεση.

Οι δρόμοι του Κιέβου αυτές τις ημέρες είναι ως επί το πλείστον άδειοι, γεμάτοι με μια διαπεραστική σιγή. Foto: Yevgenia Belorusets

Ο καλλιτέχνης Νικίτα Καντάν, ένας φίλος μου, μετακόμισε σε μια μικρή ιδιωτική γκαλερί, που βρίσκεται σ’ ένα υπόγειο. Κατά βάθος δεν είναι γκαλερί πια, αλλά ένας χώρος που χρησιμεύει σε καλλιτέχνες και στους φίλους τους ως καταφύγιο και σπίτι. Χτες μου τηλεφώνησε ο Νικίτα και με προσκάλεσε σε μια ομαδική έκθεση, που στήθηκε από τη συλλογή της γκαλερί. Ήθελα να πάω, αλλά μετά άρχισαν να ουρλιάζουν οι σειρήνες κι έπρεπε να μείνω μέσα.

Η έκθεση έκανε επομένως «εγκαίνια» χωρίς επισκέπτες και στην πραγματικότητα έπρεπε να κλείσει την ίδια μέρα. Αλλά μετά αποφασίσαμε ότι θα με περιμένει μέχρι σήμερα. Για μια τέτοια τιμή θα ήταν ανείπωτη η χαρά μου εν καιρώ ειρήνης, και ακόμα και τώρα, όταν ο αέρας πάνω απ’ την πόλη γίνεται πιο τρομακτικός, βρίσκω τα ίχνη χαράς που αφήνει αυτό το συναίσθημα στον αμμώδη βυθό της ανησυχίας μου. Ο τίτλος της έκθεσης ήταν Φόβος.

Χτύπησε πάλι αντιαεροπορικός συναγερμός και, όταν επιτέλους έλεγα να ξεκινήσω και να πάω το απόγευμα, μου τηλεφώνησε ο πατέρας μου και με παρακάλεσε να τον πάρω μαζί μου. Κάπως απρόθυμα συμφώνησα. Και μετά πήγαμε τρία άτομα! Ο πατέρας μου, η μητέρα μου κι εγώ.

Ένας φίλος μου, ο καλλιτέχνης Νικίτα Καντάν (δεξιά), έκανε τα εγκαίνια μιας έκθεσης σε μία υπόγεια γκαλερί. Εδώ συζητά με τους γονείς μου για το αμετάφραστο του τίτλου της έκθεσης «τριβόχα», που σημαίνει συγχρόνως «φόβος» και «συναγερμός». Foto: Yevgenia Belorusets

Ο δρόμος ήταν μακρύς, η πόλη μάς φαινόταν ξένη. Περπατούσαμε σίγουρα πάνω από μισή ώρα, ήταν ο μεγαλύτερος περίπατός μου από την αρχή του πολέμου.

Ο δρόμος της επιστροφής ήταν πιο σύντομος, δυο βήματα.

Η έκθεση μου άρεσε πολύ. Σκέφτομαι ακόμα τους πίνακες και αυτή την απίστευτη δυνατότητα να τους βλέπω μες στον πόλεμο και να τους κρατώ στη μνήμη μου.

Τι μπορεί να κάνει η τέχνη; Τι μπορεί να κάνει μια μεμονωμένη φωνή; Τι μπορεί να κάνει το θάρρος της αντίστασης και τι νόημα έχει γενικά η αντίσταση; Παίρνω συνεχώς email και μηνύματα με την πρόταση να είμαι ειρηνίστρια. Οι Ουκρανοί ποτέ δεν προκάλεσαν κάποιον πόλεμο, ποτέ δεν θέλησαν ή δεν στήριξαν έναν πόλεμο. Οι αξίες του ειρηνισμού συγκαταλέγονται στις σπουδαιότερες αξίες της χώρας μου. Μεγάλωσα με τα λόγια: Μόνο πόλεμος να μη γίνει (лишь бы не было войны). Οι ανατριχιαστικές αναμνήσεις από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος έγινε κυρίως σε ουκρανικά εδάφη, είναι ακόμα πολύ ζωντανές.

Υπάρχουν όμως αξίες που είναι πολύ μεγαλύτερες από την Ουκρανία και που πρέπει να τις υπερασπιστούμε. Υπάρχουν καταστάσεις, όπου η αντίσταση σημαίνει σωτηρία. Και δεν πρόκειται για αυτοβοήθεια, πρόκειται για τη σωτηρία από μια πολύ μεγαλύτερη βία, από έναν πολύ πιο τρομερό πόλεμο. Ελπίζω να το καταλαβαίνουν κάθε μέρα περισσότεροι άνθρωποι αυτό, να ξυπνήσουν και να βάλουν ένα τέλος σ’ αυτή τη βία.

 

Τρίτη, 1 Μαρτίου / Ούτε λεπτό πια αυτός ο πόλεμος!

Η Ρωσία ανακοίνωσε ότι θα βομβαρδίσει την περιοχή του καθεδρικού της Αγίας Σοφίας, που συγκαταλέγεται από την Ουνέσκο στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Βέβαια όχι τον ίδιο τον καθεδρικό της Αγίας Σοφίας, αλλά ένα κτίριο της μυστικής υπηρεσίας, που είναι πολύ κοντά του. Αν το κάνουν αυτό, σίγουρα θα χτυπηθεί και ο καθεδρικός.

Οι γονείς μου κι εγώ μένουμε δίπλα στον καθεδρικό της Αγίας Σοφίας. Είχα αποφασίσει να περάσω στο σπίτι μαζί τους τις νυχτερινές ώρες απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Οι ανήσυχοι γείτονές μας πήγαν εντωμεταξύ στα καταφύγια. Όλοι έχουν διαλέξει προ πολλού ένα καταφύγιο, προσπαθούν να κάνουν τα πάντα για να αισθάνονται καλά εκεί.

Έχω μια παράλογα καλή διάθεση. Αυτή η καλή διάθεση κάθεται σαν κάτι άχρηστο πάνω από μια βαθιά ανησυχία και θλίψη. Το σπίτι μας είναι συσκοτισμένο. Μαθαίνω ότι η δυτική όχθη του Δνείπερου στο Κίεβο δέχεται βολές, και το αεροδρόμιο Ζουλιάνι, που βρίσκεται αρκετά κοντά στο κέντρο στην ανατολική όχθη. Ο αριθμός των θυμάτων είναι ασαφής.

[…]

Επιστρέφοντας από τα ψώνια φωτογράφισα έναν γέρο άντρα στο πάρκο. Η γυναίκα του είναι άρρωστη, είπε, την προσέχει εκείνος. Μέχρι την επόμενη μέρα θα τη φροντίζει, λέει, μετά θα καταταγεί στην πολιτοφυλακή του Κιέβου. Foto: Yevgenia Belorusets

[…]

Θέλω να βάλω τις φωνές. Σώστε αυτούς τους ανθρώπους! Δημοσιογράφοι, που έχετε ζήσει το Ντονμπάς και το ως επί το πλείστον ειρηνικό Σεβεροντονέτσκ από τον καιρό του πολέμου, ξεσηκωθείτε! Χρειαζόμαστε ανθρωπιστικούς διαδρόμους και ζώνες, όπου θα μπορούν να σωθούν άντρες, γυναίκες και παιδιά. Πιέστε κι άλλο τη Ρωσία. Ο Πούτιν έχει βγάλει θανατική καταδίκη γι’ αυτές τις πόλεις, η Ρωσία καταστρέφει το Ντονμπάς. Όχι, ακούγεται λάθος αυτό. Το «Ντονμπάς» είναι μια λέξη μόνο, κι αυτή η λέξη λέει λίγα. Πρέπει να σωθούν οι κάτοικοι αυτών των πόλεων. Στην πραγματικότητα πρέπει να σωθούν τα πάντα, ολόκληρη η χώρα. Επειγόντως.

[…]

Οι επιθέσεις πρέπει να σταματήσουν. Ούτε λεπτό πια αυτός ο πόλεμος!

Οι σειρήνες ουρλιάζουν πάλι. Ο πατέρας μου κάθεται στο διπλανό δωμάτιο και μαθαίνει αγγλικές λέξεις. Ένας καλός μου φίλος τηλεφωνεί και λέει ότι αύριο θα φύγει ίσως το τελευταίο πούλμαν εκκένωσης από μια συναγωγή στο Κίεβο. Ίσως μπορώ όντως να προσπαθήσω να πείσω τους γονείς μου να φύγουν απ’ την πόλη. Μάταια προσπαθώ να τους μιλήσω γι’ αυτό. Εδώ είμαστε πιο χρήσιμοι, λένε, δεν είναι καιρός να φεύγεις απ’ το Κίεβο. Συμφωνώ και προσπαθώ να κοιμηθώ καμιά δυο ώρες ακόμα. Μένουμε και βλέπουμε τι θα γίνει.

 

Δευτέρα, 28 Φεβρουαρίου / Η νέα τρωτότητα

[…]

Αυτός ο πόλεμος δείχνει στον κόσμο έναν νέο βαθμό τρωτότητας. Σχεδόν όλα τα φαρμακεία είναι κλειστά, το ρεύμα, το νερό, η θέρμανση κινδυνεύουν διαρκώς να κοπούν. Οι πληγές μεγαλώνουν. Αλλά καμιά φορά είναι μόνο μια ήρεμη φωνή που μου ψιθυρίζει στ’ αυτί και διαρκώς επαναλαμβάνει: Συνεχίζουν να πολεμάνε, συνεχίζουμε να πολεμάμε – μετά αρχίζουν να γιατρεύονται κι οι πληγές πιο γρήγορα.

[…]

Το μεσημέρι αποφάσισα να πάω έναν περίπατο. Την πέμπτη ημέρα του πολέμου, η απαγόρευση κυκλοφορίας είχε τελειώσει, συνόδεψα έναν Γερμανό φίλο, που δεν μπορούσε να μείνει άλλο στο Κίεβο, μέχρι τον σταθμό. Λέγαμε αρχικά να πάμε με το μετρό. Εμπνευσμένοι και σχεδόν μεθυσμένοι από την ιδέα ότι το μετρό στο Κίεβο λειτουργεί και πάλι, πήγαμε με τα πόδια μέχρι τον σταθμό «Χρυσή πύλη». Μετά μάθαμε στην είσοδο ότι αυτός ο σταθμός χρησιμοποιείται μόνο ως καταφύγιο.

(Ενώ γράφω, σκίζουν οι σειρήνες την ησυχία. Είναι 2.30 η ώρα τη νύχτα και αποφασίζω να μείνω εδώ που είμαι και να τελειώσω αυτή την ημερολογιακή καταγραφή.)

Έπρεπε επομένως να πάμε με τα πόδια στον σταθμό. Ένας δρόμος 25 λεπτών, που για μένα ήταν σαν πεζοπορία σε μια άλλη μακρινή πραγματικότητα. Από την αρχή του πολέμου είχα να πάω στη Λεωφόρο Σεβτσένκο, έναν φαρδύ δρόμο που κατεβαίνει στον σταθμό. Περπατούσαμε στον δρόμο και κάθε πολυκατοικία, κάθε διασταύρωση είχε κάτι νέο, μια νέα γλώσσα, μια νέα ιστορία για την κοινή μας πραγματικότητα. Η πόλη ήταν ειρηνική, οι ακτίνες του ήλιου έδιναν σ’ αυτή την εικόνα μια ακόμα μεγαλύτερη αντίθεση. Αποχαιρετιστήκαμε γρήγορα, μόνη μου γύρισα πίσω.

Ένα κατεστραμμένο αυτοκίνητο κοντά στον Βοτανικό Κήπο: Έμεινε η ανυπόφορη επίγνωση ότι αυτός ο πόλεμος, ο αδιανόητος, ο κάθε άλλο παρά λογικός, ο εγκληματικός όντως ακόμα συνεχίζεται. Foto: Yevgenia Belorusets

Είπα να πάω στην απέναντι πλευρά του δρόμου, για να περάσω και να δω τον παλιό Βοτανικό Κήπο. Ξαφνικά είδα έναν μεταλλικό σωρό στην άκρη του δρόμου, ένα κατεστραμμένο από πυρά, παραμορφωμένο αυτοκίνητο, μετά ένα δεύτερο εκεί κοντά, επιπλέον μια σπασμένη διαφημιστική πινακίδα, σπασμένα γυαλιά, μέταλλα, πλαστικά στο έδαφος. Ο Βοτανικός Κήπος εξαφανίστηκε απ’ το μυαλό μου. Έμεινε η ανυπόφορη επίγνωση ότι αυτός ο πόλεμος, ο αδιανόητος, ο κάθε άλλο παρά λογικός, ο εγκληματικός όντως ακόμα συνεχίζεται.

[…]

 

Κυριακή, 27 Φεβρουαρίου / Μια σβησμένη πόλη

Υπό φυσιολογικές συνθήκες τα πολλά φωταγωγημένα παράθυρα στο Κίεβο ζεσταίνουν τις κρύες ημέρες του Φεβρουαρίου στην πόλη. Τα φώτα έχουν κάτι μυστικό, ιδιωτικό, αλλά συγχρόνως και μια θαλπωρή. Τώρα όμως η πόλη είναι σβησμένη. Οι άνθρωποι φοβούνται τους ρωσικούς πυραύλους και τις βολές του πυροβολικού. Τα παράθυρά μου τα κόλλησα με κολλητική ταινία, για να μη διαλυθούν με τις βολές. Βγαίνω στο μπαλκόνι και κοιτάζω να δω αν το διαμέρισμά μου είναι αρκετά σκοτεινό.

[…]

Οι σκέψεις μου γίνονται τόσο σκοτεινές όσο τα παράθυρα του σπιτιού μου. Όταν καθάριζα σκεφτόμουν ότι, όταν θα γράψω το ημερολόγιο, θα έκανα ένα αστείο για τις προτάσεις νοικοκυριού στον πόλεμο. Η συμβουλή μου θα ήταν: «Σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με κολλημένες ταινίες στα παράθυρα πρέπει οπωσδήποτε να φροντίζετε για την καθαριότητα – αν θέλατε να το κάνετε πριν και τώρα σχεδόν κλαίτε, συνεχίστε παρ’ όλ’ αυτά και καθαρίστε το σπίτι σας. Δεν θα βλέπετε βέβαια τίποτα. Και το σπίτι ίσως δεν γίνει και πολύ πιο καθαρό, αλλά το να τηρείτε ένα πρόγραμμα και να πραγματοποιείτε τα σχέδιά σας είναι πιο σημαντικά».

Στην πόλη βλέπω όλο και λιγότερους δημοσιογράφους. Εδώ κάποιος κινηματογραφεί μια ουρά έξω από ένα φαρμακείο, που ήταν κλειστό δυο μέρες σχεδόν. Λίγα φαρμακεία μόνο είναι ακόμα ανοιχτά. Foto: Yevgenia Belorusets

[…]

Από τις ειδήσεις μαθαίνω ότι στον συνοικισμό Ιβανκίβ στην περιφέρεια του Κιέβου καταστράφηκε το Ιστορικό και Τοπογραφικό Μουσείο. Εκεί βρίσκονταν τα έργα της Μαρία Πριματσένκο, μιας από τις πιο γνωστές καλλιτέχνιδες του 20ου αιώνα στην Ουκρανία. Για το φθινόπωρο είχε προγραμματιστεί μια κοινή μας έκθεση, κάτι που ήταν μεγάλη τιμή για μένα. Είμαι σίγουρη ότι η έκθεση αυτή κάπως, κάπου θα γίνει.

 

Σάββατο, 26 Φεβρουαρίου

Η πρώτη μου νύχτα στο καταφύγιο. Το κανάλια του Telegram της κυβέρνησης του Κιέβου προειδοποιούν ότι θα είναι δύσκολη νύχτα και ότι ο ρωσικός στρατός θα επιτεθεί στην πόλη. Εδώ όμως το καταφύγιο είναι σχετικά άδειο. Πολλοί προσπαθούν να μείνουν στο σπίτι τους και ελπίζουν ότι δεν θα συμβεί τίποτα. Από το Σάββατο το βράδυ ισχύει στην πόλη απαγόρευση κυκλοφορίας σχεδόν 30 ωρών. Πιθανότατα δεν θα είναι δυνατόν να βγούμε την Κυριακή.

[…]

Ο πατέρας μου είναι μεταφραστής, μεταφράζει γερμανική ποίηση στα ρωσικά. Χάρη στις δικές του μεταφράσεις του Πάουλ Τσέλαν άρχισα ν’ αγαπώ αυτόν τον ποιητή, όταν ήμουν μαθήτρια ακόμα. Εδώ και χρόνια, από την επανάσταση στην πλατεία της Ανεξαρτησίας, δημοσιεύει τις μεταφράσεις του μόνο στην Ουκρανία σχεδόν.

[…]

Η χαμογελαστή γυναίκα με τις σακούλες με τα ψώνια στο πάρκο είπε: «Θα νικήσουμε» Foto: Yevgenia Belorusets

Ενώ γράφω, μου έρχεται στον νου ότι μες στην ημέρα είδα πολλούς ανθρώπους να γελάνε. Για παράδειγμα τη γυναίκα που καθόταν σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο δίπλα σε δυο μεγάλες σακούλες με ψώνια. Μου μίλησε με παράλογα ευτυχισμένη φωνή και είπε ότι περιμένει τον ανιψιό της, που θα τη βοηθούσε να κουβαλήσει τις σακούλες στο σπίτι της. «Χαίρομαι πολύ που είστε δίπλα μου τώρα και μου μιλάτε. Όταν είμαστε δυο άτομα, φοβάμαι λιγότερο το πυροβολικό».

[…]

Σήμερα είναι μόλις η τρίτη ημέρα του πολέμου; Μαριούπολη: 58 άμαχοι τραυματίστηκαν. Κίεβο: 35 άνθρωποι, ανάμεσά τους 2 παιδιά. Με τίποτα δεν είναι πλήρης ο κατάλογος αυτός. Μου φαίνεται παράξενο ν’ ανακαλύπτω τον εαυτό μου σ’ αυτή την πλατιά, άοπλη, σχεδόν τρυφερή κατηγορία – «άμαχος πληθυσμός». Για τον πόλεμο δημιουργείται μια κατηγορία ανθρώπων που ζει «εκτός παιχνιδιού». Τους πυροβολούν, πρέπει να αντέχουν τα χτυπήματα, τραυματίζονται, αλλά φαίνονται να μην μπορούν να δώσουν καμιά κατάλληλη απάντηση γι’ αυτό.

[…]

 

Παρασκευή, 25 Φεβρουαρίου νύχτα / Τεταμένη σιγή

Τη νύχτα έπεσε ξαφνικά σιγή. Πριν από καμιά ώρα ακόμα, κατά τα μεσάνυχτα, ακούγονταν οι σειρήνες, μετά ένα μακρινό μπουμπουνητό, ίσως εκρήξεις πυραύλων ή βολές του πυροβολικού. Και τώρα – μια τεταμένη απουσία κάθε ήχου.

Έπρεπε να ήμαστε προ πολλού στο καταφύγιο, αλλά εγώ πήγα ήδη δυο φορές σήμερα εκεί, οι γονείς μου είναι κουρασμένοι και θα μείνω μαζί τους στο σπίτι αυτή τη νύχτα. Η ιδέα ήταν ότι εδώ επάνω μπορούμε, έστω και λίγο, να ξεκουραστούμε. Ανά πάσα στιγμή είμαστε έτοιμοι να φύγουμε απ’ το σπίτι και να αναζητήσουμε καταφύγιο στο υπόγειο της πολυκατοικίας.

[…]

Όλοι στο Κίεβο προσπαθούν να προσέχουν και να κάνουν τα πάντα, για να προστατέψουν τον εαυτό τους και τους άλλους. Εδώ οι γείτονές μας κατεβάζουν ένα ροζ μπαλόνι από ένα δέντρο. Foto: Yevgenia Belorusets

Και ο χρόνος αλλάζει. Στον δρόμο της επιστροφής από το μπακάλικο έμαθα ότι σήμερα χτύπησαν ένα νηπιαγωγείο κοντά στην πόλη Σούμι, στα βορειοανατολικά της χώρας. Ένα νηπιαγωγείο κι ένα καταφύγιο. 17 παιδιά τραυματίστηκαν, τα δύο σοβαρά. Κοντοστάθηκα και έγειρα στον τοίχο μιας πολυκατοικίας. Η ημέρα έγινε ξαφνικά ατελείωτη. Αντέχεται αυτός ο πόλεμος άλλο ένα λεπτό; Γιατί δεν βάζει ένα τέλος ο κόσμος σ’ αυτά που γίνονται;

[…]

Το βράδυ έμαθα ότι μια πόλη στην περιφέρεια του Λουχάνσκ καταστράφηκε από τον ρωσικό στρατό κατά ένα 80 τοις εκατό, μια υπέροχη μικρή πόλη που βρισκόταν στην περιοχή που ελέγχεται από την Ουκρανία. Λεγόταν Σχάστια, Ευτυχία. Ο άντρας μιας φίλης, η οποία ήταν ήδη ασφαλής, μπόρεσε να φύγει. Εγκατέλειψε την πόλη χωρίς οδοντόβουρτσα, κάλτσες και βαλίτσα.

Στον δρόμο τον πήρε ένα αυτοκίνητο. Έλεγε στη φίλη μου ότι περνώντας είδε τα πτώματα ανθρώπων που κείτονταν δίπλα στα σπίτια τους, στις εισόδους και στα μικρά υπόγεια, όπου πολλοί Ουκρανοί φυλάνε πατάτες για τον χειμώνα. Αυτοί λοιπόν ήταν «οι άνθρωποι από το Ντονμπάς», που ο Πούτιν έλεγε ότι ήθελε να τους σώσει από μια «γενοκτονία».

[…]

 

Παρασκευή, 25 Φεβρουαρίου / Αντιαεροπορικός συναγερμός

Ξυπνάω το πρωί στις επτά με τις σειρήνες που προειδοποιούν για αεροπορικές επιδρομές. Η μητέρα μου είναι πεπεισμένη ότι η Ρωσία δεν θα τολμήσει να χτυπήσει τον χιλίων χρόνων καθεδρικό της Αγίας Σοφίας στην πόλη, πιστεύει ότι το σπίτι μας, που είναι πολύ κοντά στον καθεδρικό, είναι ασφαλές. Γι’ αυτό αποφασίζει να μην πάει στο καταφύγιο. Ο πατέρας μου κοιμάται.

Σκέφτομαι ότι αν ένα μνημείο της Ουνέσκο απέτρεπε τον ρωσικό στρατό απ’ το να το χτυπήσει, αυτός ο πόλεμος δεν θα είχε καν αρχίσει. Στο μυαλό μου στριφογυρίζουν οι σκέψεις: χτυπάνε το Κίεβο, εγκαταλειμμένο απ’ όλο τον κόσμο, που είναι πρόθυμος να θυσιάσει την Ουκρανία με την ελπίδα ότι θα ταΐσει για κάποιο χρόνο τον επιτιθέμενο και θα τον χορτάσει. Διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να συμβούν όλα αυτά.

Χτυπάνε το Κίεβο, για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.

Παλεύω με τον εαυτό μου. Ξέρω, σιγά σιγά θα ξυπνήσει ο κόσμος και θα αρχίσει να βλέπει ότι δεν πρόκειται μόνο για το Κίεβο και την Ουκρανία. Πρόκειται για κάθε σπίτι, κάθε πόρτα, πρόκειται για κάθε ζωή στην Ευρώπη, που από σήμερα απειλείται.

 

Πέμπτη, 24 Φεβρουαρίου / Η αρχή

Σήμερα ξύπνησα νωρίς το πρωί και είδα οκτώ αναπάντητες κλήσεις στο κινητό μου. Ήταν οι γονείς μου και κάποιοι φίλοι. Στην αρχή σκέφτηκα ότι κάτι συνέβη με την οικογένειά μου και ότι οι φίλοι μου προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μαζί μου, γιατί οι γονείς μου για κάποιον λόγο είχαν ειδοποιήσει τους φίλους μου. Μετά η φαντασία μου πήρε άλλη κατεύθυνση και φαντάστηκα κάποιο ατύχημα, κάποια κατάσταση κινδύνου στο κέντρο του Κιέβου, κάτι για το οποίο προειδοποιείς τους φίλους σου. Ένιωσα μια ανησυχία να με παγώνει. Πήρα τηλέφωνο την ξαδέλφη μου, γιατί η ωραία φωνή της πάντα με ηρεμεί, μου δίνει θάρρος και με λογικεύει. Είπε μόνο: Χτύπησαν το Κίεβο. Κηρύχτηκε πόλεμος.

Πολλά πράγματα έχουν μια αρχή. Όταν σκέφτομαι την αρχή, φαντάζομαι μια γραμμή που τραβιέται πολύ καθαρά σε μια άσπρη επιφάνεια. Το μάτι παρατηρεί την απλότητα που έχει το χνάρι μιας κίνησης, η οποία σίγουρα κάπου αρχίζει και κάπου επίσης θα τελειώσει πάλι. Ποτέ όμως ως τώρα δεν μπορούσα να φανταστώ την αρχή ενός πολέμου. Παράξενο. Ήμουν στο Ντονμπάς, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος με τη Ρωσία το 2014. Αλλά τότε είχα ταξιδέψει να φτάσω στον πόλεμο, σε μια ομιχλώδη, συγκεχυμένη ζώνη βίας. Θυμάμαι ακόμα τις τύψεις που είχα, να είμαι επισκέπτρια σε μια καταστροφή και να μπορώ να φύγω από την καταστροφή κατά βούληση πάλι, επειδή ζούσα κάπου άλλου.

Άντρες, γυναίκες και παιδιά σε καταφύγιο στο Κίεβο. Foto: Yevgenia Belorusets

Ο πόλεμος ήταν ήδη εδώ, ένας εισβολέας, κάτι παράξενο, ξένο και παρανοϊκό, που δεν είχε καμία δικαιολογία να συμβαίνει σ’ αυτόν τον τόπο αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή. Τότε ρωτούσα συνέχεια τους ανθρώπους στο Ντονμπάς πώς έγινε κι άρχισαν όλα αυτά και πάντα έπαιρνα διαφορετικές απαντήσεις.

Σκέφτομαι ότι η αρχή εκείνου του πολέμου στο Ντονμπάς ήταν για τους ανθρώπους στο Κίεβο μια από τις πιο μυθοποιημένες στιγμές του πολέμου μόνο και μόνο επειδή κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί με ποιον τρόπο γεννιέται ένα τέτοιο γεγονός. Τότε, το 2014, ο κόσμος στο Κίεβο έλεγε: «Οι άνθρωποι από το Ντονμπάς, οι Ουκρανοί που καταλαβαίνουν τον Πούτιν, κάλεσαν τον πόλεμο στη χώρα μας». Εκείνο το υποτιθέμενο «κάλεσμα» αποτελεί εδώ και κάποιο καιρό εξήγηση για το γιατί το απολύτως αδύνατο, ο πόλεμος με τη Ρωσία, έγινε ξαφνικά όντως δυνατό.

Ένας άντρας κουβαλά το παιδί του στον δρόμο για το καταφύγιο. Foto: Yevgenia Belorusets

Αφού τελείωσα το τηλεφώνημα με την ξαδέλφη μου, άρχισα να πηγαίνω πέρα δώθε μες στο σπίτι μου για κάποια ώρα. Στο κεφάλι μου επικρατούσε το απόλυτο κενό, δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να γίνει τώρα. Μετά χτύπησε πάλι το τηλέφωνό μου. Η μια κλήση ακολουθούσε την άλλη, φίλοι με ειδοποιούσαν με σχέδια διαφυγής, κάποιοι τηλεφωνούσαν, για να πειστούν ότι ήμασταν ακόμα ζωντανοί. Γρήγορα κουράστηκα. Μιλούσα πολύ και επαναλάμβανα διαρκώς τις λέξεις «ο πόλεμος». Εν τω μεταξύ κοιτούσα απ’ το παράθυρο και προσπαθούσα ν’ ακούσω αν πλησίαζαν οι εκρήξεις. Η θέα από το παράθυρο ήταν συνηθισμένη, οι θόρυβοι της πόλης όμως παράξενα υπόκωφοι, καμία παιδική φωνή, καμία φωνή στον αέρα.

Αργότερα βγήκα έξω και ανακάλυψα ένα απολύτως νέο περιβάλλον, τόσο άδειο, που δεν το ’χες ξαναδεί, ούτε καν στις πιο επικίνδυνες μέρες των διαδηλώσεων του ’13.

Κάποια στιγμή αργότερα έμαθα ότι πέθαναν δυο παιδιά από τα πυρά στη Χερσώνα, στα νότια της χώρας, και ότι συνολικά 57 άνθρωποι έχασαν σήμερα τη ζωή τους στον πόλεμο. Οι αριθμοί μεταμορφώνονταν σε κάτι πολύ συγκεκριμένο, λες κι είχα ήδη χάσει κάποιον η ίδια. Ένιωσα μια οργή για όλον τον κόσμο. Σκεφτόμουν ότι το άφησαν να γίνει, ότι είναι έγκλημα κατά παντός ανθρώπινου, κατά ενός μεγάλου κοινού χώρου, στον οποίο ζούμε και ελπίζουμε για ένα μέλλον.

Σήμερα πέρασα τη νύχτα στο σπίτι των γονιών μου, δίπλα στο σπίτι έψαξα και βρήκα ένα καταφύγιο και ξέρω πού θα πάμε όλοι αν αρχίσουν τη νύχτα τα πυρά.

Ο πόλεμος άρχισε. Είναι περασμένα μεσάνυχτα. Μάλλον δεν θα μπορέσει να με πάρει καθόλου ο ύπνος και δεν έχει κανένα νόημα ν’ αρχίσω να μετράω τι άλλαξε για πάντα.