Μάλεκ Χοσεϊνί, Τι μας αφορούν οι παλιοί μας πόλεμοι;

Ο Κύλινδρος του Κύρου, ο πρώτος καταστατικός χάρτης δικαιωμάτων στην ιστορία του ανθρώπου, όταν εκτέθηκε στο Εθνικό Μουσείο του Ιράν

 

Δεν είμαι ιστορικός, οπότε δεν πρέπει ούτε θέλω να μιλήσω για τα ιστορικά γεγονότα ή για τους διάφορους σχετικούς ισχυρισμούς – ούτε για εκείνους που αφορούν τη μάχη του Μαραθώνα και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας ούτε για εκείνους που αφορούν τα άλλα θέματα που σχετίζονται με αυτές τις μάχες, ώστε να υπερασπιστώ κατά συνέπεια μια συγκεκριμένη στάση.

Γλωσσολόγος δεν είμαι επίσης, οπότε ούτε για τη λέξη «βάρβαρος» θα μιλήσω και δεν θα εξετάσω το ζήτημα αν και από πότε με αυτήν τη λέξη οι ίδιοι οι Έλληνες δεν εννοούσαν πλέον (ή/και μόνο) «τον ξένο που δεν γνωρίζει ελληνικά» αλλά (και) «τον απολίτιστο άνθρωπο». Κάτι παρόμοιο υπήρχε και στα αραβικά: η λέξη «άτζαμ» σήμαινε «ο μουγγός», «ο μη Άραβας», «ο Ιρανός που δεν ξέρει αραβικά».

Παρ’ όλα αυτά, ως Ιρανός θα μπορούσα να αναφερθώ στον Αμίρ Μεντί Μπαντί και στο βιβλίο του «Οι Έλληνες και οι βάρβαροι» (Les Grecs et les barbares, 1963) προκειμένου να πω πολλά για το συγκεκριμένο θέμα. Δεν θα το κάνω όμως αυτό. Θα ήθελα μόνο ως κάποιος που εδώ και περίπου τριάντα χρόνια ασχολείται με τη φιλοσοφία –και μάλιστα κυρίως με την ελληνική και τη δυτική φιλοσοφία– να αναφερθώ εν συντομία σε κάποια θέματα.

1

Δεν μπορώ καν να φανταστώ πώς οι μορφωμένοι Έλληνες μπορούσαν να βλέπουν ως βαρβάρους τους Πέρσες –«βάρβαρος» εδώ με την αρνητική έννοια–, έναν λαό ο οποίος ήδη είχε μεγάλο πολιτισμό. Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να αναφερθεί ο Κύλινδρος του Κύρου, ο οποίος κατασκευάστηκε σχεδόν εξήντα χρόνια πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και τον οποίο κάποιοι θεωρούν την πρώτη καταστατική διακήρυξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων, έστω κι αν άλλοι αμφισβητούν αυτό τον χαρακτηρισμό. Πώς να φανταστεί κανείς ότι οι πολιτισμένοι Έλληνες δεν μπορούσαν να δουν και να αναγνωρίσουν έναν άλλο πολιτισμό με τον οποίο γειτνίαζαν, εκείνο τον πολιτισμό ακριβώς που υποδέχτηκε τον Δαμάσκιο, τον τελευταίο σχολάρχη της Νεοπλατωνικής Σχολής των Αθηνών, μαζί με άλλους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους μαθητές του –όταν εκδιώχθηκαν από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπό Ιουστινιανού του Μεγάλου–, προσφέροντάς τους ασφάλεια; Μόνο αν αρνιόταν κανείς την ύπαρξη ενός πολιτισμού ή εσκεμμένα τον αγνοούσε θα μπορούσε να φτάσει στο σημείο να αποκαλεί τους ανθρώπους αυτού του πολιτισμού άξεστους, απολίτιστους, βαρβάρους· και αυτό ασφαλώς δεν το περιμένει κανείς από τους μορφωμένους, πολιτισμένους Έλληνες!

2

Όταν συνάντησα, με την πραγματική σημασία της λέξης, για πρώτη φορά έναν (μορφωμένο) Έλληνα, όταν δηλαδή είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε, να χτίσουμε μάλιστα και σχέση φιλίας, καμία στιγμή δεν σκέφτηκα τον Αλέξανδρο τον Μέγα και ότι εκείνος κατέκτησε τη χώρα των προγόνων μου (αν και ο Έλληνας φίλος κατά σύμπτωση και Αλέξανδρος ονομαζόταν και μέγας κατά κάποιον τρόπο ήταν). Και φυσικά δεν σκέφτηκα και τους άλλους πολέμους μεταξύ των δικών μου υποτιθέμενων προγόνων και εκείνων του Έλληνα φίλου μου. Ο τελευταίος δεν μου φάνηκε ούτε μια στιγμή εκπρόσωπος των παλιών εχθρών της χώρας μου· διέκρινα σε εκείνον όση εχθρότητα διακρίνω και στους στενούς μου φίλους στην Τεχεράνη και στο Ισπαχάν.

Τι σκέφτηκα λοιπόν όταν συνάντησα για πρώτη φορά έναν Έλληνα; Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή ίσως τίποτε· αλλά σιγά σιγά, αν και εν μέρει ασυνείδητα, σκεφτόμουν μόνο τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη… τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τις μορφές δηλαδή για τις οποίες ο Έλληνας φίλος μου μπορούσε και έπρεπε να είναι υπερήφανος –ακριβώς όπως εγώ είμαι υπερήφανος για τον Φερντοσί, τον Σααντί, τον Χαφέζ, τον Ρουμί, τον Καγιάμ, τον Αλ Φαραμπί, τον Αβικέννα… τον Σοχράμπ Σεπεχρί, τον Αμπάς Κιαροστάμι, τον Μοχαμάντ-Ρεζά Σατζαριάν–, αλλά σε καμία περίπτωση δεν σκέφτηκα εκείνους από τους προγόνους μου που πριν από εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια έκαναν κατακτήσεις. Και πώς θα μπορούσε κανείς να είναι υπερήφανος για κάποιες από τις κατακτήσεις τους; Αν πρέπει να νιώθει κάτι κανείς, τότε μάλλον πρέπει να νιώθει ντροπή. Και ποιος ξέρει, ουσιαστικά, αν εκείνοι ήταν πράγματι πρόγονοί μου;

3

Είναι αλήθεια, είμαι υπερήφανος για τον Φερντοσί ή τον Αβικέννα για παράδειγμα· αλλά βέβαια δεν είμαι λιγότερο υπερήφανος για τον Αριστοτέλη (αν και ιστορικά ισχύει ότι εκείνος ήταν ο δάσκαλος του μικρού Αλέξανδρου, ο οποίος αργότερα με όλο του το μεγαλείο θα κατακτούσε τη χώρα των προγόνων μου και θα κατέστρεφε τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία εκείνης της εποχής, αλλά, σύμφωνα με τις πηγές, ο Μέγας Αλέξανδρος δεν κατέκτησε απλώς τους Πέρσες, περισσότερο έμαθε από εκείνους). Και ποιος άνθρωπος σε ολόκληρο τον κόσμο θα μπορούσε να μην είναι υπερήφανος για τον Αριστοτέλη; Όταν διαβάζω Αριστοτέλη συμβαίνει κάθε άλλο παρά σπάνια να αναρωτιέμαι (σίγουρα όπως και πολλοί άλλοι) πώς ήταν εν γένει δυνατόν να έρθει ένας άνθρωπος όπως αυτός στον κόσμο των ανθρώπων. Και αυτό συμβαίνει πιο συχνά όταν διαβάζω τα «Ηθικά νικομάχεια». Θα ήθελα επομένως να μιλήσω λίγο γι’ αυτό.

Παρά τη στενή σχέση του με τον ελληνικό πολιτισμό της εποχής του, αυτό το έργο του Αριστοτέλη περιλαμβάνει θέματα και ιδέες που είναι πέρα από κάθε πολιτισμό, όπως και πέρα από κάθε εποχή· σχετίζεται βέβαια με την ευτυχία και την καλή ζωή κάθε μεμονωμένου ανθρώπου καθώς και κάθε κοινωνίας. Δεν θα ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό εδώ, αλλά θα ήθελα να κάνω μια μικρή παρατήρηση για ένα μέρος αυτού του έργου, το οποίο παρουσιάζει σίγουρα ενδιαφέρον και για μη ειδικούς, συγκεκριμένα για όσα γράφει ο Αριστοτέλης για τη φιλία, δηλαδή για τα βιβλία Θ και Ι από τα «Ηθικά νικομάχεια».

Δεν είναι καθόλου αναληθές αν πει κανείς ότι κατά τον Αριστοτέλη –ο οποίος έχει δώσει πολλές σημαντικές και ισχύουσες ακόμη και σήμερα ερμηνείες εννοιών και ιδέες για τη φιλία– η φιλία αποτελεί μάλλον ένα φαινόμενο που εκφράζεται σε μικρούς κύκλους φίλων, εντός της οικογένειας και κατ’ επέκταση μεταξύ των μελών μιας πόλης. Ωστόσο ο Αριστοτέλης ήδη στην αρχή του όγδοου βιβλίου λέει για τη φιλία «φύσει τ᾽ ἐνυπάρχειν ἔοικε […] καὶ τοῖς ὁμοεθνέσι πρὸς ἄλληλα, καὶ μάλιστα τοῖς ἀνθρώποις, ὅθεν τοὺς φιλανθρώπους ἐπαινοῦμεν» (Φαίνεται επίσης ότι η φιλία ενυπάρχει από τη φύση […] τη νιώθουν το ένα για το άλλο όλα τα όντα που έχουν κοινή καταγωγή, ιδιαίτερα οι άνθρωποι· αυτός είναι και ο λόγος που επαινούμε αυτούς που νιώθουν αγάπη για τους συνανθρώπους τους – Αριστοτέλης, «Ηθικά νικομάχεια», τόμος 2ος, μτφρ. Δημήτριος Λυπουρλής, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006). Απ’ όλα όσα έχει γράψει ο Αριστοτέλης για τη φιλία αρκεί αυτό το απόσπασμα για να θέσει το σύνολό τους πέρα από κάθε τόπο και κάθε εποχή γεφυρώνοντας τα όποια χάσματα.

Διόλου παράξενο λοιπόν που ο Αριστοτέλης, ιδιαίτερα το βιβλίο του «Ηθικά νικομάχεια», άσκησε τεράστια επιρροή σε διάφορους πολιτισμούς. Ας πούμε η φιλοσοφική ηθική του ισλαμικού χώρου έχει επηρεαστεί πολύ έντονα από τον Αριστοτέλη και αν μιλήσουμε για τους Ιρανούς διανοητές – και τα περί ηθικής έργα τους τόσο στα αραβικά όσο και στα περσικά–, έχουν πέραν τούτου επηρεαστεί επίσης από την προϊσλαμική σκέψη του Ιράν, την επιρροή της οποίας παρατηρούμε και στην αρχαιοελληνική σκέψη, γεγονός που πρέπει να γίνει εν γένει κατανοητό υπό το πρίσμα των ελληνοϊρανικών σχέσεων και να αποτελέσει αντικείμενο διαλόγου· δεν μπορώ ούτε πρέπει να μιλήσω εγώ γι’ αυτό, υπάρχει καλή βιβλιογραφία (θα πρότεινα αυτό το εύκολα προσβάσιμο πολυμερές άρθρο που έχει γραφτεί από έγκυρους ακαδημαϊκούς: https://iranicaonline.org/articles/greece).

4

Ο Αριστοτέλης και το βιβλίο του περί ηθικής είναι μόνο ένα παράδειγμα –αλλά ίσως το καλύτερο– όσον αφορά τον λόγο για τον οποίο πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για τέτοιους ανθρώπους και τέτοια έργα, αλλά όχι για τους παλιούς κατακτητές μας και τους πολέμους που εκείνοι κέρδισαν. Είναι απολύτως σαφές ότι ο Αριστοτέλης και ο Σααντί, παραδείγματος χάρη, μας αφορούν ακόμη και σήμερα… και οι δυο τους τόσο εμένα όσο και τον Ελληνα φίλο μου. Αλλά δεν είναι καθόλου σαφές για ποιον λόγο μας αφορούν οι παλιοί μας πόλεμοι. Μάλλον είναι παντελώς αμφισβητήσιμο κατά πόσο μας αφορούν ακόμη σήμερα και θα έλεγα μάλιστα ότι οι παλιοί μας πόλεμοι και οι κατακτητές μας δεν αφορούν καθόλου εμάς!

5

Αλλά πώς γίνεται να πιστεύουν κάποιοι ότι οι παλιοί μας πόλεμοι μας αφορούν ακόμη σήμερα; Αν το δω καλοπροαίρετα, θα πω ότι γίνεται επειδή δεν γνωρίζουν αυτά που πραγματικά μας αφορούν. Και αν δεν είναι αυτό, τότε τι άλλο είναι πέρα από ιδεολογικοπολιτική κατάχρηση της ιστορίας του παρελθόντος από εκείνους που δεν είναι σε θέση να συμμετέχουν με νόμιμες μεθόδους στην ιστορία που γράφεται στο παρόν;

 

Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε με αφορμή τον εορτασμό των 2.500 χρόνων από τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη Ναυμαχία στη Σαλαμίνα στο 10ο τεύχος της ειδικής έκδοσης της εφημερίδας Documento Τα αιρετικά τον Νοέμβριο του 2020.

Ο Ιρανός φιλόσοφος και καθηγητής φιλοσοφίας Μάλεκ Χοσεϊνί (γεν. 1968) ζει στην Τεχεράνη. Εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή του, με τίτλο Ο Βιτγκενστάιν και η σοφία (Wittgenstein und Weisheit, Kohlhammer Verlag, Stuttgart 2007), στο Πανεπιστήμιο Λούντβιχ Μαξιμίλιαν του Μονάχου. Για πολλά χρόνια δίδαξε φιλοσοφία στο Ανώτατο Ίδρυμα Επιστημών και Ερευνών της Τεχεράνης, παράρτημα του Ελεύθερου Ισλαμικού Πανεπιστημίου, ενώ το 2021 παραιτήθηκε, για ν’ αφοσιωθεί στην έρευνά του, καταλαμβάνοντας ερευνητική θέση στο Ιρανικό Ερευνητικό Ίδρυμα Φιλοσοφίας, όπου παρέμεινε μέχρι το φθινόπωρο του 2022. Έχει μεταφράσει πολλά έργα του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν στα περσικά και ασχολείται ιδιαίτερα με την έρευνα του έργου του Αριστοτέλη. Το τελευταίο του βιβλίο, με τον τίτλο Πώς να ζούμε καλύτερα; (چگونه خوب زندگی می کنیم؟) κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2022 στην Τεχεράνη από τον εκδοτικό οίκο Καργκαντάν (کرگردن, Ρινόκερος) και αποτελεί ερμηνευτικό σχολιασμό της πραγματείας Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη. Το πρώτο λογοτεχνικό έργο του με τίτλο من و او κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2022 από τον εκδοτικό οίκο Καργκαντάν και θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις η βαλίτσα με τον τίτλο Εγώ κι ο άνθρωπός μου σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη.

 

 

 

Leave A Comment