Την Κάρλα Μπέσα τη γνώρισα το 2018 στο Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Μεταφραστών στο Στράλεν της Γερμανίας, όταν ήταν υπότροφη εκεί ως μεταφράστρια γερμανόφωνης λογοτεχνίας, ενώ ζούσε ήδη πολλά χρόνια στο Βερολίνο. Το βραζιλιάνικο ταμπεραμέντο της, η αίσθηση του χιούμορ που είχε, η άνεσή της εναλλάσσονταν αρμονικά με σοβαρότητα, πολιτική ευφυΐα και αγωνιστικό πνεύμα. Όταν έμαθα ότι είχε ήδη εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων στη Βραζιλία, τη ρώτησα αν είχε κάποιο από τα κείμενά της στα αγγλικά ή τα γερμανικά. Διάβασα δύο διηγήματά της. Εκεί έβλεπα μια άλλη Κάρλα! Την ίδια ημέρα κιόλας έγραψα στις εκδόσεις Σκαρίφημα και έστειλα στον εκδότη τα δύο διηγήματά της. Δυο τρεις μήνες αργότερα η Κάρλα υπέγραφε ήδη το πρώτο της συμβόλαιο με έναν ξένο εκδοτικό οίκο. Με αφορμή τη μετάφραση του πρώτου βιβλίου της στα ελληνικά, της ζήτησα και της πήρα αυτή τη συνέντευξη τον Δεκέμβριο του 2020.
Τον Οκτώβριο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σκαρίφημα η συλλογή διηγημάτων της Κι έτσι τότε εγώ απόμεινα δίχως το παιδί εκείνο, σε μετάφραση του έμπειρου και βραβευμένου Νίκου Πρατσίνη, ενώ τον Αύγουστο κυκλοφόρησε στη Γερμανία από τον εκδοτικό οίκο Transit η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της, που αναφέρεται στη συνέντευξη, και τον Μάιο εκδόθηκε στη Βραζιλία η πρώτη της νουβέλα, με τον τίτλο Minha Murilo (Η δική μου Μουρίλο).
Αλέξανδρος Κυπριώτης: Δεν σε έχω ρωτήσει ποτέ πόσο δύσκολο ήταν να φύγεις από τη Βραζιλία και να επιβιώσεις ως Βραζιλιάνα στη Γερμανία. Μου φαίνεται ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, αν και ίσως θα έπρεπε να πει κανείς ότι το Βερολίνο είναι από μόνο του ένας κόσμος. Αλλά σίγουρα θα είχες να παλέψεις με προκαταλήψεις, ή μήπως όχι;
Κάρλα Μπέσα: Κατ’ αρχάς θα ήθελα να σε ευχαριστήσω, Αλέξανδρε, που μου δίνεις την ευκαιρία να μιλήσω λίγο για τη ζωή μου και για τη δουλειά μου ως συγγραφέας και μεταφράστρια λογοτεχνίας. Λοιπόν, όταν έφυγα από τη Βραζιλία το 1991, ήταν μόλις είχα ολοκληρώσει τις σπουδές μου στη Δραματική Σχολή και ήθελα απλώς να περάσω έναν χρόνο στην Ευρώπη, να δω τι γίνεται εδώ στον θεατρικό χώρο, να πάρω μέρος σε κάποιο εργαστήρι. Γι’ αυτό δεν είχα και αρχικά ιδιαίτερα μεγάλες δυσκολίες με τη διαφορετικότητα του πολιτισμού, γιατί αυτό ήταν ακριβώς που ήθελα, η αντιπαράθεση με τη διαφορετικότητα, και τον ίδιο μου τον εαυτό τον έβλεπα ως ταξιδιώτη σ’ αυτούς τους διαφορετικούς κόσμους. Μετά όμως, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία και αποφάσισα να μείνω εδώ, άρχισα σιγά σιγά να παρατηρώ ότι οι άνθρωποι με αντιμετώπιζαν με προκατασκευασμένες απόψεις, απόψεις για το πώς έπρεπε να είμαι και πώς όχι, και αυτό μόνο και μόνο επειδή είμαι από μια ξένη χώρα που τους είναι σχεδόν άγνωστη. Για παράδειγμα θεωρούσαν πως είναι πολύ «μη βραζιλιάνικο» το ότι είμαι πολύ πειθαρχημένη ως άνθρωπος. Συχνά έλεγαν, και το λένε ακόμα, ότι «έχω γίνει Γερμανίδα». Συγχρόνως οι περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους μια εικόνα για τη Βραζιλία που λίγο έχει να κάνει με την πραγματικότητα και πολύ περισσότερο με φωτογραφίες από προσπέκτους γραφείων ταξιδίων, με τις οποίες καλύπτουν τη φαντασία τους όσον αφορά τη ζωή σε μακρινές τροπικές χώρες, στις οποίες ημίγυμνοι άνθρωποι είναι ξαπλωμένοι σε ακρογιαλιές και απολαμβάνουν τη ζωή. Στην πραγματικότητα, όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι στη Βραζιλία δεν έχουν καθόλου χρόνο να κάθονται και να ψήνονται στον ήλιο, επειδή, για να βγάζουν τα προς το ζην, είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν τρομερά πολύ, συχνά σε πάνω από δύο δουλειές, και παρ’ όλ’ αυτά δεν αμείβονται αρκετά για μια άνετη ζωή. Αυτές είναι προκαταλήψεις τις οποίες έχω να πολεμάω μέχρι σήμερα. Ή και ως ηθοποιός, τότε μου έδιναν μόνο ρόλους κάποιας από μια νότια χώρα, γιατί έχω την εμφάνιση που έχω και μιλάω όπως μιλάω, δηλαδή με ξενική προφορά. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους για τους οποίους σταμάτησα να κάνω θέατρο, δεν ήθελα να υπηρετώ πια αυτό το κλισέ. Υπάρχει ένα ανέκδοτο για έναν ηθοποιό γερμανοτουρκικής καταγωγής, ο οποίος αρνήθηκε κάποτε τον ρόλο ενός «Τούρκου» λέγοντας: «Από τώρα και στο εξής δεν θέλω να είμαι Τούρκος πια, αλλά απλώς άνθρωπος».
Α.Κ.: Πράγμα που το θεωρώ μάλλον αδύνατο, εννοώ το να μπορείς να βλέπεις κάποιον απλώς ως άνθρωπο, και όχι ως Έλληνα, Τούρκο, Γερμανό ή Βραζιλιάνο. Και τώρα σκέφτομαι ότι η μητέρα του Τόμας Μαν ήταν κόρη ενός Γερμανού και μιας Βραζιλιάνας και ο Τόμας Μαν έλεγε ότι ο αδελφός του κι εκείνος ήξεραν καλά ότι την ύπαρξή τους τη χρωστούσαν στη μητέρα τους και στη νότια «χαρούμενη φύση» της και ότι τα δυο αδέλφια από τον πατέρα τους είχαν πάρει «τον σοβαρό τρόπο ζωής» και την ηθική. Κάτι που ταιριάζει πολύ με τις γερμανικές προκαταλήψεις που μόλις μου ανέφερες.
Κ.Μπ.: Κράτησε πάντως αρκετά μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι ήταν προκαταλήψεις. Δεν αισθάνεσαι οπωσδήποτε ξένος και απωθείς αυτή την άδικη μεταχείριση. Ωστόσο από την άλλη πάλι συχνά ενισχύεις αυτή την τακτοποιημένη σε συρταράκια σκέψη, εκπληρώνοντας τις προσδοκίες των άλλων, γιατί αυτό σού εξασφαλίζει μια ξεχωριστή θέση. Κι αυτό μετά γίνεται ένας φαύλος κύκλος: με προσλαμβάνουν ως άλλο, οπότε συμπεριφέρομαι ανάλογα κι εγώ, επειδή αυτή η διαφορετικότητα τουλάχιστον με κάνει κάτι ιδιαίτερο, και πριν καλά καλά το καταλάβω, έχω γίνει αυτό που οι άνθρωποι προβάλλουν σε μένα. Αυτό είναι άλλωστε και θέμα πολλών λογοτεχνικών έργων, αυτό το ερώτημα, πώς μορφοποιείται η ταυτότητα ενός ανθρώπου από την εικόνα που έχουν οι άλλοι απ’ αυτόν. Είναι για παράδειγμα στο θεατρικό έργο Ανδόρα του Μαξ Φρις, στο οποίο ο Εβραίος μέσω των συνεπειών των προκαταλήψεων των άλλων γίνεται πια Εβραίος. Έχω επίσης μεταφράσει το μυθιστόρημα του Μαξ Φρις Γκαντεμπάιν είναι, λέει, τ’ όνομά μου, το οποίο επίσης πραγματεύεται το ερώτημα της ταυτότητας, βέβαια από μια εντελώς άλλη οπτική.
Α.Κ.: Σε ζηλεύω. Είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο, χρόνια ήθελα να το μεταφράσω, αλλά έχει ήδη μεταφραστεί δυο φορές, νομίζω, στα ελληνικά. Και η Ανδόρα είναι ένα υπέροχο θεατρικό έργο. Και αυτό, με την εικόνα του ανθρώπου που οι άλλοι φτιάχνουν γι’ αυτόν, που ο Πιραντέλο το πραγματεύεται τόσο υπέροχα στο μυθιστόρημά του Ένας, κανένας, εκατό χιλιάδες, δεν το συνειδητοποιεί και τόσο εύκολα κανείς.
Κ.Μπ.: Ναι, αυτό το μυθιστόρημα δυστυχώς δεν το γνωρίζω, αλλά ο Πιραντέλο την πραγματεύεται σχεδόν σε όλα τα έργα του αυτή την παρεξήγηση μεταξύ της προσωπικής και της ξένης ματιάς και τις επιδράσεις της στον σχηματισμό της ταυτότητας του ατόμου. Ακόμα και στο Έξι πρόσωπα αναζητούν συγγραφέα…
Α.Κ.: Τι ευφυέστατο έργο!
Κ.Μπ.: …αν και όχι άμεσα, ένα έργο στο οποίο η πραγματικότητα και η φαντασία περιπλέκονται τόσο πολύ, που στο τέλος οι ήρωες δεν εμπιστεύονται πια τη δική τους αντίληψη για τον εαυτό τους και την ιστορία τους. Είναι ένα έργο που έχει σημαδέψει πολύ το πώς αντιλαμβάνομαι το θέατρο.
Α.Κ.: Μπορώ να το καταλάβω πολύ καλά αυτό! Πριν σε ρωτήσω, αν και κατά πόσο οι σπουδές σου και η εμπειρία σου ως ηθοποιού έχουν επηρεάσει τη γραφή σου, θέλω να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Είμαι της άποψης, και νομίζω ότι δεν κάνω λάθος, ότι οι Γερμανοί υποστηρίζουν πραγματικά πάρα πολύ συγγραφείς ξένης καταγωγής που ζουν στη Γερμανία και γράφουν το πρώτο έργο τους στα γερμανικά. Θα μπορούσα να αναφέρω κάποια παραδείγματα αλλά θεωρώ πως δεν είναι απαραίτητο. Ζεις εδώ και χρόνια στο Βερολίνο, τα γερμανικά σου είναι τέλεια, έστω κι αν μιλάς με ξενική προφορά, θέλω να πω, σίγουρα θα μπορούσες να γράψεις και στα γερμανικά. Γιατί γράφεις στα βραζιλιάνικα; Έχεις σκεφτεί ότι ίσως θα μπορούσες να γράψεις κι εσύ στα γερμανικά;
Κ.Μπ.: Καλά, σ’ ευχαριστώ για το κομπλιμέντο, αλλά τα γερμανικά μου δυστυχώς δεν είναι τέλεια στην πραγματικότητα.
Α.Κ.: Ε, και; Μια πολύ καλή επιμέλεια μετά κι έτοιμο!
Κ.Μπ.: Πάντως δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο δεν γράφω στα γερμανικά. Και στην ουσία θα απαντήσω συγχρόνως κάπως και στην πρώτη σου ερώτηση, γιατί το ένα έχει να κάνει με το άλλο. Και εξηγούμαι: Ο Χάινερ Μύλλερ είπε κάποτε ότι «η λογοτεχνία πρέπει να αντιστέκεται στο θέατρο». Και μ’ αυτό εννοούσε –τουλάχιστον έτσι το καταλαβαίνω εγώ– ότι η λογοτεχνία, προπάντων τα θεατρικά έργα, θα πρέπει να έχουν μια τόσο ισχυρή μορφή, ώστε να καθιστούν αδύνατη μια καθαρή απεικόνισή τους πάνω στη σκηνή. Το θέατρο δεν πρέπει να είναι μια μεταφορά της λογοτεχνίας, πρέπει να χτίζει έναν εντελώς δικό του κόσμο και αυτό γίνεται μόνο αν «τρίβεται» πάνω στα κείμενα. Θα έλεγα λοιπόν ότι στα βιβλία μου η μορφή είναι επίσης τουλάχιστον εξίσου σημαντική με το περιεχόμενο, αν όχι περισσότερο. Η λογοτεχνία με ενδιαφέρει ως επί το πλείστον, όταν αντιστέκεται στη γλώσσα, και προσπαθώ να δίνω τέτοια μορφή στα κείμενά μου, ώστε η γραφή να τρίβεται με τη γλώσσα, φτάνοντας μέχρι και σε γραμματικές παραμορφώσεις, πειραματισμούς με τη στίξη, διαστρεβλώσεις. Και αυτό μόνο στη μητρική μου γλώσσα μπορώ να το κάνω. Επίσης μ’ αρέσει να δουλεύω με διαφορετικά επίπεδα γλώσσας, ή να παίζω με μια συγκεκριμένη προφορικότητα, με αργκό του δρόμου, για παράδειγμα.
Α.Κ.: Είναι εμφανέστατο αυτό στην πρώτη συλλογή διηγημάτων σου.
Κ.Μπ.: Τέτοια πράγματα δεν θα μπορούσα να τα κατέχω στα γερμανικά.
Α.Κ.: Ναι, πρέπει να πω ότι η ερώτησή μου αν έχεις σκεφτεί ότι θα μπορούσες ίσως κι εσύ να γράψεις στα γερμανικά είχε να κάνει ακριβώς με την πρωτοτυπία και την αλήθεια των ιστοριών σου. Και πιστεύω ότι λογοτεχνικά τουλάχιστον την αλήθεια μόνο στη μητρική μας γλώσσα μπορούμε να την πούμε. Βέβαια, ίσως να υπάρχουν και εξαιρέσεις. Αλλά θα μπορούσες για παράδειγμα πολύ εύκολα να γράψεις στα γερμανικά μια εξωτική ερωτική ιστορία, με ημίγυμνους ανθρώπους στην παραλία, που απολαμβάνουν τη ζωή, να προσθέσεις λιγάκι απιστία, τη διάλυση ενός γάμου, και τη φωτογραφία από κάποιο προσπέκτους στο εξώφυλλο…
Κ.Μπ.: [γελάει]
Α.Κ.: Αυτό μπορεί να το περίμεναν στη Γερμανία από σένα, αλλά φαίνεται πως δεν έχει να κάνει καθόλου με τη δική σου γραφή.
Κ.Μπ.: Ναι, υπάρχουν πράγματι διάφορες γραφές, συχνά γίνεται λόγος για τη «γλώσσα» κάποιου συγκεκριμένου συγγραφέα και εννοείται το ύφος του, η δική του μορφογλώσσα. Πολλοί συγγραφείς λένε ότι η ανεύρεση της προσωπικής γλώσσας είναι καθοριστικής σημασίας για τη γραφή, αυτή είναι που καθιστά δυνατή την αφήγηση. Στη δική μου περίπτωση αυτό ισχύει σίγουρα κατά πολύ, όσο δεν έχω βρει τη φόρμα, ακόμα κι αν έχω την τέλεια πλοκή, δεν μπορώ να αρχίσω την αφήγηση. Για παράδειγμα, αυτή την εποχή δουλεύω το πρώτο μου μυθιστόρημα, πολύ καιρό είχα ξεκάθαρη στο μυαλό μου την ιστορία που θέλω να αφηγηθώ, αλλά μόνο έπειτα από πολλές αποτυχημένες απόπειρες να βρω γι’ αυτή τη δική της μορφογλώσσα κατάφερα πια να αρχίσω να τη γράφω.
Α.Κ.: Ναι, πρέπει να πω εδώ για τους αναγνώστες ότι έχεις ήδη εκδώσει μια δεύτερη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Urubus (Όρνια), η οποία μάλιστα απέσπασε δύο βραβεία, το «Βραβείο Ζαμπούτι», που αποτελεί την ανώτερη λογοτεχνική διάκριση στη Βραζιλία και το 2ο Βραβείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Βραζιλίας, που συγκαταλέγεται επίσης στα σημαντικότερα βραβεία. Πώς ήταν αλήθεια να είσαι τόσο μακριά από την πατρίδα σου και να παίρνεις αυτά τα βραβεία; Και μάλιστα όχι ένα, αλλά δύο το ένα αμέσως μετά το άλλο.
Κ.Μπ.: Το Βραβείο Ζαμπούτι απονέμεται από το Κέντρο Βιβλίου της Βραζιλίας στα καλύτερα βιβλία που εκδόθηκαν την προηγούμενη χρονιά. Δηλαδή αυτή τη χρονιά διακρίθηκαν τα βιβλία που εκδόθηκαν το 2019. Αυτό συνέβη με το δικό μου, το Urubus, το οποίο βραβεύτηκε στην κατηγορία Διήγημα. Τι να πω, ήταν πραγματικά ένα σοκ για μένα, δεν μπορούσα να το συλλάβω ούτε όταν μπήκα στη long list ούτε μετά στη short list. Πραγματικά δεν το περίμενα, μιας και ο εκδοτικός οίκος μου είναι ένας όντως μικρός εκδοτικός οίκος. Το ότι πήρα το βραβείο το αισθάνομαι ως τεράστια αναγνώριση! Και όταν πάλι μια εβδομάδα αργότερα ήρθε το βραβείο της Εθνικής βιβλιοθήκης ήταν κι αυτό πάλι περίεργο σχεδόν. Αλλά φυσικά χαίρομαι και προπάντων επειδή έτσι το βιβλίο θα κάνει και δεύτερη έκδοση και θα φτάσει σε περισσότερους ανθρώπους. Δεν γράφουμε για το συρτάρι, η λογοτεχνία είναι επικοινωνία και την ώρα που γράφει κανείς έχει πάντα μπροστά του τον ενυπάρχοντα αναγνώστη, και αυτός πρέπει να πάρει σάρκα και οστά, κατά κάποιο τρόπο. Το ότι είμαι τόσο μακριά ακόμα και σε φυσιολογικές εποχές θα ήταν ένα εμπόδιο για τη συνάντησή μου με συναδέλφους και αναγνώστες, γιατί συνήθως έπειτα από ένα τέτοιο βραβείο κάνεις κάποιες μικρές περιοδείες ή σε προσκαλούν σε συζητήσεις. Αλλά τώρα που λόγω της πανδημίας του κορονοϊού γίνονται ούτως ή άλλως τα πάντα διαδικτυακά δεν είναι και τόσο άσχημα. Εξάλλου εδώ στο Βερολίνο έχω τη δουλειά μου και περισσότερη ηρεμία για να γράφω, είναι μια χαρά και έτσι, γιατί η ζωή ούτως ή άλλως συνεχίζεται έπειτα από ένα τέτοιο βραβείο. Θέλω αυτή τη χρονιά να τελειώσω οπωσδήποτε το μυθιστόρημά μου, τουλάχιστον την πρώτη γραφή. Και αυτή την εποχή, λόγω της πολιτικής κατάστασης, δεν θέλω ούτως ή άλλως και πολύ να είμαι στη Βραζιλία. Προπάντων στην πόλη μου, το Ρίο ντε Τζανέιρο, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι πολύ δεξιό, δεν αισθάνομαι και τόσο καλά εκεί.
Α.Κ.: Πώς θα το εξηγούσες σε ένα νέο παιδί αυτό, ας πούμε, για παράδειγμα στον γιο σου; Εννοώ πώς θα του εξηγούσες αυτή τη δυσαρέσκεια για την καθημερινότητα στη Βραζιλία.
Κ.Μπ.: Από τη μια υπάρχει αυτή η πανταχού παρούσα βία. Το 2016 έγινε μια μελέτη του Βραζιλιάνικου Φόρουμ για τη Δημόσια Ασφάλεια, η οποία έδειξε ότι η Βραζιλία είχε περισσότερους νεκρούς ως θύματα βιαιοπραγιών απ’ ό,τι ο πόλεμος της Συρίας μέσα σε τέσσερα χρόνια! Περισσότερους απ’ ό,τι ο πόλεμος της Συρίας!
Α.Κ.: Απίστευτο ακούγεται!
Κ.Μπ.: Και περίπου το 70% των θυμάτων ήταν νεαροί μαύροι άντρες. Ενώ η Βραζιλία δεν κάνει πόλεμο σε κάποιο άλλο κράτος. Αυτό που έχουμε εμείς εκεί είναι ένα είδος ακήρυχτου αστικού εμφυλίου πολέμου. Και το πρόβλημα με τη βία δεν έχει βελτιωθεί σήμερα. Ασφαλώς ο αριθμός των φόνων έχει μειωθεί, αλλά οι επιθέσεις σε μειονότητες και αδύναμες ομάδες όπως είναι οι γυναίκες, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα και οι μαύροι έχουν αυξηθεί. Λοιπόν, εγώ βέβαια στη Βραζιλία δεν είμαι μαύρη –και αυτό είναι πάλι ένα ενδιαφέρον φαινόμενο, ότι εκεί είμαι λευκή και εδώ στη Γερμανία είμαι έγχρωμη–, είμαι όμως γυναίκα και ανήκω στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Αυτός είναι για παράδειγμα ένας λόγος γιατί δεν αισθάνομαι καλά εκεί. Απλώς διαρκώς φοβάσαι κάπως. Έπειτα είναι αυτή η τεράστια ανισότητα, που ιδιαίτερα στο Ρίο τη βλέπεις παντού, επειδή η πόλη είναι χτισμένη έτσι, που οι φαβέλες –αυτοί οι γιγάντιοι περιθωριακοί συνοικισμοί, στους οποίους ζουν κάποιες φορές μέχρι και 150.000 άνθρωποι– είναι ακριβώς στο κέντρο της πόλης. Και το περίεργο και παράδοξο είναι ότι οι πιο φτωχοί –πιθανότατα επειδή λαχταρούν τόσο πολύ την ευημερία και την ασφάλεια– είναι αυτοί που είναι αρκετά δεξιών πεποιθήσεων. Αλλά και η μεγάλη μεσαία τάξη είναι πολύ συντηρητική –και αυτοί πάλι πιθανότατα από φόβο μήπως χάσουν τα μικρά τους προνόμια. Έτσι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ψηφίζει μια άκρα δεξιά κυβέρνηση, που δεν ενδιαφέρεται καθόλου να μειώσει αυτή την αντίφαση, επειδή από αυτήν αντλεί ό,τι δικαιολογεί την ύπαρξή της. Αυτή η πολιτική κατάσταση συντελεί επίσης στη δυσαρέσκειά μου. Από την άλλη πρέπει να παραδεχτώ ότι αυτή η πόλη, ακριβώς επειδή είναι τόσο παράλογη και όλο αντιθέσεις, μου εκπέμπει και μια κάποια γοητεία. Κοιτάζω συνεχώς σαν μαγεμένη αυτό το Ρίο ντε Τζανέιρο, αυτές τις σχέσεις ανισότητας, αυτούς τους αντιφατικούς ανθρώπους, τη ζωή στις περιθωριακές περιοχές, αλλά και τη νυχτερινή ζωή με τις γωνιές της, βλέπω τα μπαρ, αυτά που συμβαίνουν σε κλειστούς χώρους. Εκεί αλληλοσυγκρούονται τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα, πολύς πόνος, εξάντληση, αλλά και όρεξη, πείσμα, οργή, απογοήτευση ή αδιαφορία. Και αναρωτιέμαι πόσο έντονα είναι όλα αυτά μέσα μου. Δεν μπορώ ν’ αποστρέψω το βλέμμα μου, λες και κοιτάζω στις δικές μου αβύσσους. Η ζωή εκεί είναι πολύ περίπλοκη και οι άνθρωποι πολυδιάστατοι. Αυτές οι φιγούρες από το Ρίο κατοικούν ύστερα στις ιστορίες μου, που βέβαια μέχρι τώρα τουλάχιστον, εκεί λαμβάνουν όλες χώρα. Πρόσφατα ένας κριτικός έγραψε για τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων μου, το Urubus: «Πρωταγωνιστής σ’ αυτό το βιβλίο είναι αναμφιβόλως η πόλη. Αυτή αποτελεί το αφηγηματικό σύμπαν στο οποίο συνηθισμένοι άνθρωποι βιώνουν ασυνήθιστα πράγματα». Και πιστεύω ότι έχει δίκιο.
Α.Κ.: Δυστυχώς δεν έχω διαβάσει ακόμα το δεύτερο βιβλίο σου, οπότε δεν μπορώ να ξέρω πού ακριβώς αναφέρεται αυτό το συνηθισμένο και το ασυνήθιστο, αλλά θα έλεγα ότι όταν κανείς μεταθέτει, ας πούμε, το αφηγηματικό βάρος από τους ανθρώπους στους τόπους, τότε καλώς ή κακώς ασκεί ένα είδος λείανσης. Απ’ όσο γνωρίζω εγώ τη γραφή σου είναι αρκετά πολιτική και μάλιστα ακριβώς επειδή έχεις κάνει ήρωές σου συγκεκριμένους ανθρώπους. Φυσικά αυτοί οι άνθρωποι ζουν σε έναν συγκεκριμένο τόπο, αλλά πιστεύω ότι θα μπορούσαν να ζουν και αλλού, εννοώ και στην Ελλάδα. Ή, για να το πω αλλιώς, στην ίδια πόλη ζουν και άλλοι, εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, αλλά φαίνεται πως δεν σε ενδιαφέρει να αφηγηθείς τη δική τους ιστορία. Ποια είναι, ας πούμε, τα αγαπημένα σου θέματα;
Κ.Μπ.: Πριν απαντήσω την ερώτησή σου, θα επιστρέψω στην παρατήρησή σου, όπου μίλησες για λείανση όταν μεταφέρει κανείς το αφηγηματικό βάρος από τους ανθρώπους στους τόπους. Δεν το βλέπω ακριβώς έτσι εγώ. Όταν αντιλαμβάνεσαι τον αστικό χώρο ως πολυφωνικό σχηματισμό, στον οποίο διάφορα αλληλοσυγκρούονται και μεταμορφώνουν το ένα το άλλο, αλλάζουν και σχηματίζονται εκ νέου, τότε αυτός ο χώρος είναι ένα έδαφος, στο οποίο μεμονωμένες ταυτότητες και οι γλώσσες τους βρίσκονται σε διαρκή μετασχηματισμό. Αυτό για μένα σημαίνει ότι οι πραγματικοί άνθρωποι που ζουν εκεί σημαδεύονται άμεσα από αυτή την πολυπλοκότητα του αστικού, και αντιδρούν και μιλούν επίσης τόσο πολύπλοκα και πολυπρισματικά.
Α.Κ.: Ναι, καταλαβαίνω τι εννοείς.
Κ.Μπ.: Υπό αυτή την έννοια η πόλη ως πολυκέφαλη Λερναία Ύδρα είναι πράγματι η αγαπημένη μου ηρωίδα. Και έτσι περνάω στην ερώτησή σου: Με ενδιαφέρουν ταυτότητες που έχουν χάσει τον δρόμο τους –και υπό την έννοια της ταυτότητας φύλου–, ξεριζωμένα, ανήσυχα άτομα, που κάνουν μια διπλή ή πολύπλευρη ζωή. Πολύ συναρπαστικές βρίσκω υπό αυτή την έννοια και τις μορφές του σωσία, επειδή σ’ αυτές πάντα μια πολύ σκοτεινή πλευρά ενός ήρωα κάνει την εμφάνισή της πίσω από την καθημερινή πρόσοψη. Και αυτό το σκοτεινό στον άνθρωπο, το κακό, η βία μέσα σ’ όλους μας, αυτό είναι, πιστεύω, ένα από τα αγαπημένα μου θέματα. Ένα άλλο θέμα –που βέβαια έχει να κάνει και έμμεσα μ’ αυτό– είναι η διακοπή της προσωπικής ιστορίας και η βούληση να γράφει συνεχώς κανείς εκ νέου τη βιογραφία του. Αυτό βέβαια έχει φυσικά να κάνει και με τον θάνατο, τον πραγματικό, αμετάκλητα οριστικό και με τον αλληγορικό, καθημερινό θάνατο, με τις μικρές τραγωδίες της καθημερινότητας. Επομένως: Διπλές ζωές και καθημερινοί θάνατοι, αυτά είναι μάλλον τα θέματά μου.
Α.Κ.: Σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη, χαίρομαι πολύ που το ελληνικό αναγνωστικό κοινό θα διαβάσει πολύ σύντομα το πρώτο σου βιβλίο και θα χαρώ πολύ να σε δω και σε μια παρουσίαση του βιβλίου σου στην Αθήνα.
Κ.Μπ.: Εγώ σ’ ευχαριστώ! Και φυσικά χαίρομαι κι εγώ πάρα πολύ για την ελληνική έκδοση του βιβλίου μου!