Ο «κύριος» Μπλούμφελντ ή Η αμηχανία του κριτικού μπροστά στην ορατότητα των μεταφραστών

Στους μεταφραστές και τις μεταφράστριες που πασχίζουν
αλλά πιο πολύ στις αναγνώστριες και τους αναγνώστες που ξέρουν.

 

Πέρυσι τον Οκτώβριο σε μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος διαδικτυακών επιμορφωτικών σεμιναρίων ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ με θέμα «Θεωρία και πρακτική της μετάφρασης», η δρ Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, καθηγήτρια γερμανικής και συγκριτικής γραμματολογίας στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ και μεταφράστρια λογοτεχνίας, επισήμανε στην εξαιρετική εισήγησή της μεταξύ άλλων και το πρόβλημα της «ορατότητας του μεταφραστή», υπογραμμίζοντας ότι τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια παραμένουν αόρατοι ακόμα και για τους «επαγγελματίες αναγνώστες», όπως χαρακτήρισε τους κριτικούς, ή στην καλύτερη περίπτωση γίνεται μια απλή αναφορά στο όνομα του μεταφραστή με κάποιους σύντομους επαινετικούς χαρακτηρισμούς, τους οποίους είναι ευχάριστο μεν να διαβάζει κανείς αλλά δεν λένε τίποτα για την ουσία του μεταφραστικού έργου. Είπε, μάλιστα, χαρακτηριστικά: «Ζητώ δηλαδή απ’ τον κριτικό να καλλιεργήσει τη συνείδηση στον αναγνώστη για το γεγονός ότι το λογοτεχνικό κείμενο που κρατά στα χέρια του είναι προϊόν των πολλαπλών αποφάσεων του μεταφραστή».

Παρεμβαίνοντας με ένα σχόλιό του ο Σπύρος Μοσκόβου, μεταφραστής επίσης,  δημοσιογράφος και διευθυντής της ελληνικής σύνταξης της Deutsche Welle, έθεσε το ζήτημα της έλλειψης «χώρου» στις εφημερίδες. Ανέφερε επίσης ότι είναι αυταπάτη μας αν νομίζουμε ότι στις εφημερίδες δημοσιεύονται πραγματικές κριτικές βιβλίων, για να καταλήξει ότι στις εφημερίδες γίνονται παρουσιάσεις με τη λογική να παρουσιάζονται, μάλλον ευμενώς, κάποια βιβλία προς ανάγνωση σε ένα μεγαλύτερο κοινό και ότι πραγματικές κριτικές βιβλίου και κατ’ επέκταση κριτικές μετάφρασης βρίσκουμε στα λογοτεχνικά περιοδικά.

Για το ζήτημα του «χώρου» στις εφημερίδες είχε διαφορετική άποψη ο  μεταφραστής, επιμελητής και εκδότης των Αντιπόδων Κώστας Σπαθαράκης, υπογραμμίζοντας ότι δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο στον γαλλικό, γερμανικό και αμερικανικό Τύπο. Τόνισε, μάλιστα, ότι κάτι αντίστοιχο δεν απαιτεί πολύ μεγάλο χώρο αλλά κάτι που σπάνια φτάνει ως τις στήλες των εφημερίδων: «ειδική τεχνική γνώση της γλώσσας, του συγγραφέα, του αντικειμένου και των θεματικών του».

Ωστόσο, ιδιαίτερη εντύπωση μου είχε κάνει η τοποθέτηση της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη, η οποία, αφού διευκρίνισε ότι δεν ζητά να γίνεται κριτική  της ποιότητας της μετάφρασης στις εφημερίδες αλλά να υπάρχει μια ευαισθητοποίηση του αναγνωστικού κοινού όταν μιλάμε για ένα μεταφρασμένο κείμενο, πρόσθεσε κάτι, που ομολογώ ότι μου είχε φανεί κάπως υπερβολικό τότε, γιατί προφανώς εγώ αδυνατώ να βγω από τον ρόλο του μεταφραστή-αναγνώστη. Η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη όμως με την ακαδημαϊκή της ιδιότητα, υποθέτω, αν όχι απλώς λόγω χαρακτήρα, είναι σε θέση να βλέπει πιο σφαιρικά τα πράγματα και διέκρινε, επί λέξει, μια τάση «να προστατέψουμε τον αναγνώστη από, ενδεχομένως, ένα κατώφλι που θα πρέπει να περάσει, αν του επιστήσουμε την προσοχή ότι αυτό δεν είναι γραμμένο στη γλώσσα του αλλά είναι γραμμένο σε άλλη γλώσσα».

Αυτή η τότε κάπως υπερβολική παρατήρηση μου αποκαλύφθηκε με κρυστάλλινη καθαρότητα όταν διάβασα την παρουσίαση που υπογράφει ο συγγραφέας Θωμάς Συμεωνίδης με την επιμέλεια του συγγραφέα Μισέλ Φάις στην Εφημερίδα των Συντακτών της 30ης Δεκεμβρίου 2021 με τίτλο: «Κάφκα, ο ανεξάντλητος».

Ο Θωμάς Συμεωνίδης επέλεξε να παρουσιάσει δύο βιβλία του Φραντς Κάφκα, τα εξώφυλλα των οποίων συνοδεύουν, ως είθισται, την παρουσίαση:  το Γιοζεφίνε η αοιδός και άλλα διηγήματα σε μετάφραση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη με καθυστέρηση τον Αύγουστο του 2021 (στο βιβλίο αναγράφεται ως ημερομηνία Α´ έκδοσης: Ιούλιος 2021) και το Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης (σπάραγμα) σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2021 από τις εκδόσεις η βαλίτσα. Σε κάποιο σημείο της παρουσίασης ο κριτικός πληροφορεί το αναγνωστικό κοινό: «Και στα δύο βιβλία, που κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα, μας δίνεται η δυνατότητα να διαβάσουμε σε συνεκτικές και ακριβείς αποδόσεις το διήγημα Μπλούμφελντ». Χάριν συντομίας, θα σκεφτεί ο αναγνώστης, χρησιμοποιείται ως τίτλος το όνομα μόνο του ήρωα χωρίς την ιδιότητά του. Άλλωστε λίγες σειρές παραπάνω ο Θωμάς Συμεωνίδης είχε θέσει το εξής ερώτημα:  «[…] στην περίπτωση του διηγήματος Μπλούμφελντ, ακόμα και αν απαντηθεί το ερώτημα “πώς βρέθηκαν οι μπάλες μέσα στο δωμάτιο του κυρίου Μπλούμφελντ;” […] μένει τότε να λυθεί ο πραγματικός γρίφος της μεγάλης επιρροής του ίδιου του έργου του Κάφκα». Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ηχεί παράξενα στα αυτιά του αναγνώστη της παρουσίασης που δεν έχει διαβάσει «το διήγημα Μπλούμφελντ». Ένας γραμματολόγος, ωστόσο, ή ακόμα και ένας απλός αναγνώστης που γνωρίζει το κείμενο του Κάφκα πιθανόν να αναρωτηθεί:  «Γιατί ο κριτικός αποκαλεί “κύριο” τον Μπλούμφελντ; Θα αναρωτιόταν άραγε ποτέ σε τι ακριβώς μεταμορφώθηκε ο “κύριος” Γκρέγκορ Ζάμζα; Ή για ποιον λόγο έμεινε στη Βενετία ο “κύριος” Άσενμπαχ; Ή γενικότερα: αποκαλούμε ποτέ “κύριο” ή “κυρία” τον ήρωα ή την ηρωίδα ενός λογοτεχνικού έργου, όταν δεν τους αποκαλεί έτσι ο ίδιος ο συγγραφέας τους;»

Θεωρώ ότι η απάντηση είναι απλή. Ο χαρακτηρισμός του Μπλούμφελντ ως «κυρίου» μαρτυρά την αμηχανία του κριτικού μπροστά στην ορατότητα των μεταφραστών, το διορθωτικό αναπήδημα στον βηματισμό που επιχειρεί κάποιος που σκόνταψε. Ο Θωμάς Συμεωνίδης δεν θα μπορούσε στην παρουσίαση αυτών των δύο βιβλίων να αποκαλέσει «γηραιό εργένη» τον Μπλούμφελντ, γιατί αυτή είναι μόνο η μία από τις δύο «συνεκτικές και ακριβείς αποδόσεις» του χαρακτηρισμού του Μπλούμφελντ, ο οποίος αποτελεί και τον τίτλο του ενός βιβλίου, το εξώφυλλο του οποίου συνόδευε την παρουσίαση. Στο άλλο βιβλίο ο τίτλος του ημιτελούς κειμένου του Κάφκα έχει αποδοθεί διαφορετικά: «Ο Μπλούμφελντ το γεροντοπαλίκαρο».

Αν όμως ο αναγνώστης αυτής της παρουσίασης διάβαζε ότι η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου και ο Αλέξανδρος Κυπριώτης έχουν μεταφράσει το ίδιο κείμενο του Κάφκα, αλλά η πρώτη το μετέφρασε «Ο Μπλούμφελντ το γεροντοπαλίκαρο» και ο δεύτερος «Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης», δικαίως θα αναρωτιόταν: «Ο Κάφκα τι έχει γράψει;» Και αυτόματα θα γίνονταν υπέρ το δέον ορατοί και οι δύο: και η μεταφράστρια και ο μεταφραστής. Μάλιστα, το όλο πράγμα θα μπορούσε να γίνει ακόμα χειρότερο ενδεχομένως με μία άλλη κριτική, ίσως σε κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό, στην οποία θα αναφερόταν ότι αυτό το κείμενο του Κάφκα μεταφράστηκε για πρώτη φορά το 1987 από τον Δημήτρη Στ. Δήμου, ο οποίος του έδωσε τον τίτλο «Μπλούμφελντ, ένας κάπως ηλικιωμένος εργένης», ενώ η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, που ήταν η πρώτη που το μετέφρασε από την κριτική έκδοση των χειρογράφων του Φραντς Κάφκα το 2006, του έδωσε τον τίτλο: «Ο Μπλούμφελντ, ένας μεσήλικας εργένης».

Ναι, νομίζω η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη είχε απόλυτο δίκιο με εκείνη την παρατήρησή της. Δεν υπάρχει κανένας δόλος εκ μέρους του κριτικού. Δεν θέλει να εξαπατήσει το αναγνωστικό κοινό. Απλώς δεν θέλει να του υπενθυμίσει το γεγονός ότι ο Κάφκα που διαβάζει στη γλώσσα του είναι πάντα διαμεσολαβημένος από τον εκάστοτε μεταφραστή του. Σ’ αυτή τη συνειδητή ή ασυνείδητη τάση «προστασίας» του αναγνώστη θεωρώ ότι οφείλεται και η παράλειψη του Θωμά Συμεωνίδη ή/και του Μισέλ Φάις να επισημάνουν ότι η έκδοση Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης (σπάραγμα) των εκδόσεων η βαλίτσα είναι δίγλωσση και ότι ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει το κείμενο και στη γλώσσα του πρωτοτύπου.

 

ΥΓ: Η μετάφραση του Δημήτρη Στ. Δήμου συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο: Φραντς Κάφκα, Στο υπερώο και άλλα διηγήματα, Νεφέλη, 1987. Η μετάφραση της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο: Φραντς Κάφκα, Διηγήματα και άλλα πεζά, Ροές, α´ έκδοση 2006 / δ´ έκδοση 2018.

 

Leave A Comment